Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Τα χρώματα βυθίστηκαν στον ορίζοντα της θάλασσας.
Ποιος ξέρει για πού το βαλαν και πάλι απόψε. Είναι νωρίς για να μαντέψω. Αύριο την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή ,θα έρθουν άλλες αποχρώσεις να χαϊδέψουν ξανά την ψυχή μου.
Όνειρα που κυλίστηκαν στην άμμο, που ξεράθηκαν πάνω στο βράχο και σου άφησαν τη γεύση της αρμύρας στα χείλη. Μιαν αρμύρα που κάθε χρόνο αλλάζει η μυρωδιά της, που σου φέρνει όμως στο νου την ίδια ηχώ. Ξανά και ξανά η ίδια ταινία, το ίδιο ρεφρέν.
Φίλοι στην καυτή άμμο που χλευάζουν τα κύματα, που πνίγονται γελώντας στην αγκαλιά της αφρισμένης φουρτούνας.
Δεν πέρασαν χρόνια. Ο χρόνος παγώνει όταν βρίσκεσαι στο ακρογιάλι. Τι κι αν άλλαξε ο κόσμος. Τι κι αν έφυγε σε άλλες πατρίδες. Τι κι αν σκοτείνιασε η όψη του βράχου. Εμείς είμαστε πάντα εκεί.
Κάθε καλοκαίρι τσαλαβουτάμε στη θάλασσα, καιγόμαστε απ’ τον ήλιο, ξεχνάμε να πιούμε νερό και σκάει το δέρμα. Οι γονείς μας φωνάζουν και οι μέρες γίνονται νύχτες.
Η επόμενη μέρα μας βρίσκει ξανά στην ίδια άμμο, στον ίδιο κολπίσκο με τους ίδιους ανθρώπους.
Τίποτα δεν άλλαξε. Είμαστε ίδιοι. Αναλλοίωτοι μέσα στο χρόνο. Μονάχα η όψη μας έγινε πιο τρυφηλή, πιο αφημένη. Δε μου λέει όμως κάτι και τούτο.
Ίσα ίσα που κάθε καλοκαίρι η παρέα μας μεγαλώνει. Είναι γεμάτη με φωνές παιδικές, με παραφωνίες που σε γεμίζουν χαρά. Ήρθε η επόμενη γενιά για να παραλάβει σκυτάλη.
Οι ίδιες παρέες. Τα ίδια φιλιά. Στα ίδια παγκάκια.
Όσο κι αν τρέμω στην ιδέα του χαμού. Στην ιδέα του τέλους που έρχεται απροσδόκητα μες στη ζωή μας, πάντα φέρνω ξανά στο νου μου τη θάλασσα.
Ό,τι κι αν γίνει είναι εκεί. Στο ίδιο μέρος. Της μιλώ και πάντα μου απαντά ψιθυριστά. Με θυμάται όπως κι αν είμαι, όπως και τότε που την περιγελούσα και βυθιζόμουν ολόκληρη στα γκριζογάλαζα νερά της.
Πάντα επιστρέφω εκεί, με πιο μεγάλη παρέα, με πιο πολλούς παιδικούς μελωδούς…