Σου είχα πει να μην το πετάξεις, εκείνο το γράμμα.
Γράφει η Ελένη Σάββα
Σου είχα πει να μην το πετάξεις, εκείνο το γράμμα. Θυμάσαι;
Τυχαία χτύπησα την πόρτα σου σήμερα. Ήθελα να πω μια ζεστή καλημέρα, έτσι, για να κεράσω ένα ζεστό χαμόγελο. Ποιος ξέρει; Ίσως κι εσύ να το εκτιμούσες. Δεν μου είπες να περάσω, μα μου φάνηκε πως το είδα, φαινόταν πίσω απ’ την μισόκλειστη πόρτα σου.
Τόσα χρόνια, κι αυτό ακόμα εκεί. Δίπλα από ένα βάζο με λουλούδια που δεν ξεραίνονται ποτέ. Μα ναι, “όταν φροντίζεις κάτι, μένει πάντα ζωντανό” μου είχες πει κάποτε. Μόνο που τότε, μιλούσες για την αγάπη μας.
Κι όμως, τόσο καιρό μετά, το γράμμα το κράτησες σαν φυλαχτό, όπως ακριβώς μου είχες υποσχεθεί. Εκείνο το πρωί, σου πήρα τον αγαπημένο σου καφέ. Πάντα αναρωτιόμουν, αν ποτέ αλλάξεις γούστο, αν μια μέρα ξυπνήσεις κι αποφασίσεις πως βαριέσαι πια να τον πίνεις έτσι, πώς θα το μάθω.
Γι’ αυτό σου είπα “ελπίζω να το απολαμβάνεις ακόμη”. Ποιος να ξέρει αν εννοούσα τον καφέ, ή το γεγονός πως βρισκόμουν στην πόρτα σου, μονάχα για να προσπαθήσω να ομορφύνω τη μέρα σου, όπως το έκανα κι άλλες φορές.
Σου κέρασα ένα καφέ, κι ένα ζεστό χαμόγελο. Αυτά είχα. Σου τα έδωσα γιατί κάπου μέσα μου σ’αγαπάω ακόμη.
Ίσως μια μέρα να μη μου ανοίξεις την πόρτα ξανά, και θα το καταλάβω. Θα αφήσω τον καφέ όμως έξω, και δίπλα το χαμόγελο μου, και θα φύγω. Θα αναρωτιέμαι όμως πάντα μέσα μου, θα αναρωτιέμαι, αν το γράμμα το έχεις ακόμα δίπλα απ’ τα λουλούδια. Θα αναρωτιέμαι αν το πέταξες, ή αν το έκρυψες κάπου να το κοιτάς πού και πού και ίσως, ίσως να με θυμάσαι κι εμένα με ένα χαμόγελο…