Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Και σιγά, σιγά ο έρωτας μας πέθαινε. Άρχισε να σιγοσβήνει. Πάλευε ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω. Ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα, στο «μείνε» και στο «πάντα», στο χάδι που έγινε συνήθεια και στην αγκαλιά που γινόταν από ανάγκη. Στο φιλί, που έμοιαζε πικρό και στα λόγια, που δεν είχαν τίποτα να πουν.
Αλλοιωνόταν ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια, προσπαθώντας από κάπου να πιαστεί. Του ζητούσαμε ακόμη λίγο χρόνο, αλλά ο χρόνος μας τελείωνε. Τα φώτα άρχισαν να σβήνουν και η παράσταση έφτανε στο τέλος πριν ακόμα αρχίσει. Ικετεύαμε για μια παράταση στιγμώνι αλλά δεν είχαν τίποτα άλλο να μας δείξουν.
Προσπαθούσαμε να βάλουμε ξανά φωτιά στα ξεχασμένα «σ’ αγαπώ», στις «πεθαμένες» καλημέρες και τα «άψυχα» σε θέλω, αλλά η επιθυμία του χωρισμού ήταν κάτι παραπάνω από αυτά που είχαμε ζητήσει. Οι ανάσες μας στο χώρο έμεναν νεκρές, και οι φωνή μας σιωπηλή, μη τυχόν και συνηθίσουμε ξανά τις λέξεις, μα ο έρωτας μας είχε ήδη χαθεί. Χάθηκε σε βράδια που περίμενα να φανείς, σε μηνύματα που δεν απάντησα ποτέ, και σε κλήσεις που έμεναν αναπάντητες για μέρες.
Στις νύχτες που μας έπαιρνε το πρωί εσένα αλλού και εμένα σε κάποιο παγκάκι της γειτονιάς, να αναπολώ στιγμές που είχα ξεχάσει.
Δε ξέρω τι από όλα με τρομάζει τελικά. Δε ξέρω αν οι μεγάλοι έρωτες πεθαίνουν ξαφνικά ή παλεύουν για μια θέση στο παράδεισο. Δε ξέρω αν αυτό που ζήσαμε λεγόταν κάτι, αλλά για το μόνο που είμαι σίγουρη είναι πως οι πληγές που ανοίξαμε, θα ξεθωριάσουν με το χρόνο. Θα επουλωθούν, θα κλείσουν και θα μείνουν μόνο σαν παράσημα γενναίων, θυμίζοντας στο καθένα μας αυτά που έχει ζήσει!