Ζήλια με λένε, και θα σε ορίζω σ’ότι κάνεις..
Γράφει η Μαρία Κυπραίου
Καστανή, σκούρα μάτια και ατημέλητα μακριά μαλλιά, σαν τα μάτια της. Ακόμα και όταν γελούσε, ήξερες πως δεν θα ξεφύγεις από τα δόντια της.
Δυναμική και ανεξάρτητη τα ήθελε όλα για εκείνη, ήθελε να έχει πάντα πάνω της την προσοχή. Ότι ήθελε κατάφερνε να το κάνει δικό της.
Ανέμελη μέχρι να φουντώσουν ξανά τα μάτια της για το επόμενο θύμα .
Έχωνε τη μύτη της παντού, δεν άφηνε τίποτα και κανέναν που να μην ανακατέψει.
Έμπαινε ανάμεσα σε ανθρώπους, τους πλήγωνε τους χώριζε και μετά γέλαγε με την ψυχή της για το κακό που έκανε. Ήταν πάντα κρυμμένη σε μια γωνία και ξεπρόβαλε με την πρώτη ευκαιρία σαν να μην τρέχει τίποτα. Πανικός, φωνές κλάματα και μετά σιωπή.
Μόνο το γέλιο της ηχούσε στο δωμάτιο.
Μια μέρα λίγο πριν το τέλος τόλμησα να την κοιτάξω κατάματα. Πες μου το όνομα σου τη ρώτησα, “ζήλια” μου απάντησε και θα κρύβομαι πάντα πίσω σου, με την πρώτη ευκαιρία θα σε κάνω άνω-κάτω.
“Ό,τι και να κάνεις δεν θα μπορέσεις ποτέ να μου ξεφύγεις.”
”Μη σώσεις και ξαναεμφανιστείς” απάντησα και έσπρωξα με τόση δύναμη τον καθρέπτη που έπεσε κάτω και έγινε χίλια κομμάτια.
Μέσα σε αυτά τα μικρά γυαλάκια έβλεπα ακόμα τη μορφή της. Δεν αρκεί μόνο να ελπίζεις να φύγει γιατί όσο μακριά κι αν πας θα σε ακολουθεί. Πρέπει να την αποβάλεις από μέσα σου ακόμα κι αν πονέσεις στην αρχή.