Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Δεν με νοιάζει τι ώρα είναι, τι μέρα είναι, ούτε πόσα άπλυτα έχει ο νεροχύτης.
Όταν κάθομαι δίπλα σου, όταν γέρνεις λίγο πάνω μου και αφήνεις το βάρος σου στον ώμο μου,
όλα αποκτούν μια παράλογη ησυχία.
Μια από εκείνες τις σιωπές που δεν φωνάζουν τίποτα αλλά λένε τα πάντα.
Δεν έχει σημασία τι βλέπουμε απ’ το παράθυρο.
Ούτε η πόλη, ούτε η σελήνη, ούτε το χρώμα του ουρανού.
Είσαι εσύ, ρε αγάπη μου, που κάνεις την εικόνα να αποκτά νόημα.
Που μετατρέπεις ένα μικρό δωμάτιο με παλιούς τοίχους και γρατζουνισμένα έπιπλα
σε σκηνή ζωής, σε ταινία που θέλω να τη βλέπω ξανά και ξανά.
Γιατί ξέρεις τι κατάλαβα;
Δεν χρειάζομαι ταξίδια για να νιώσω ζωντανός.
Δεν χρειάζομαι κόσμο, θόρυβο, ένταση.
Χρειάζομαι εσένα, ένα φως από τη δύση, κι αυτή τη ρουφηγμένη ανάσα που παίρνεις όταν συγκινείσαι χωρίς να μιλάς.
Κάθομαι δίπλα σου και σκέφτομαι πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εξηγήσω την αγάπη.
Απλά… σε δείχνω.
Σε φωτογραφίζω με το βλέμμα μου.
Σε κρατάω σαν απόδειξη ότι η ομορφιά δεν είναι κάδρο, είναι παρουσία.
Είσαι το “κάτσε να το δούμε μαζί”, το “να σου δείξω κάτι”,
το “δες έξω πώς βάφεται ο ουρανός”,
κι όλα αυτά να τα λες χωρίς να ανοίξεις το στόμα σου.
Μόνο με το να υπάρχεις.
Μόνο με το να κάθεσαι εδώ.
Ακριβώς εδώ.
Δίπλα μου.
Από όπου αρχίζει και τελειώνει ο κόσμος μου.