Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Μόνο μαζί του μπορούσε να ονειρεύεται. Μόνο μαζί του έβλεπε τον κόσμο αλλιώς. Μόνο εκείνος ένιωθε την ανάσα της και την καρδιά της κάθε φορά που το μέσα της έπαιρνε φωτιά. Μόνο αυτός έβλεπε το φως στα σκοτάδια της και το μαύρο το μεταμόρφωνε σε άσπρο. Μόνο εκείνος άκουγε τις κρυφές της σκέψεις και αυτές που έκρυβε στο πίσω μέρος του μυαλού της. Εκείνος φυλάκιζε τους εφιάλτες της και τους μετέτρεπε σε όνειρα απλά. Έκανε τα άσχημα να φαίνονται ωραία και τη βροχή να μοιάζει με λιακάδα. Εκείνος άπλωνε το χέρι του πριν του το ζητήσει και ζωγράφιζε τη μέρα της με χρώματα του δειλινού. Μόνο μαζί του μεγάλωνε η μέρα και μίκραινε η νύχτα. Τα φώτα άναβαν και η πόλη έλαμπε. Τραγουδούσε και χαμογελούσε κάθε φορά που αντάμωναν ξανά.
Χωρίς εκείνον, τίποτα. Ήταν η συνήθεια που έγινε καθημερινότητα, συντροφιά, παρέα, οικογένεια, και ύστερα αγάπη. Ήταν η όμορφη ρουτίνα, η ζεστασιά, η θαλπωρή, η ηρεμία που έκρυβαν τα μάτια του, το «για πάντα» και το «μαζί» κάθε φορά που μιλούσαν για το αύριο. Τίποτα ίδιο χωρίς εκείνον. Ούτε αυτή η ίδια, ούτε ο καλός ευγενικός εαυτός της, ούτε το μοναδικό εγώ της, αλλά ούτε καν το όνομά της.