Γράφει ο Φοίβος Μαρκαντώνης
Ξέρεις, τα βράδια που περνούν είναι αξημέρωτα, και που ξημερώνει δηλαδή τι να το κάνεις; Αφού μέσα στην καρδιά μου είναι πάντα μεσάνυχτα. Βροχερά μεσάνυχτα.
Kαθώς προχωρούσα αφηρημένος στον δρόμο ξαφνικά έπεσα πάνω σου. Χάρηκα τόσο πολύ, αλλά δυστυχώς για μένα δεν κατάφερα να κρύψω την χαρά μου.
Σε έβλεπα να έρχεσαι προς το μέρος μου, και τότε ένιωσα ένα έντονο σφίξιμο στην κοιλιά μου.
Κάθε φορά που βρέχει, μαζί με την βροχή έρχεται και η ανάμνησή σου, ακούω τα λόγια σου. Το σώμα και η ψυχή μου αισθάνομαι να αιωρούνται, να πηγαίνουν ψηλά στον ουρανό και όταν περνάει κάποια κοπέλα στον δρόμο φαντάζομαι ότι είσαι εσύ! Βλέπω παντού εσένα.
Καθώς με κοίταζε με αυτά τα καστανά μάτια της, δεν ήξερα τι να κάνω.
Το μόνο που ήξερα είναι ότι ο θεός τα βούτηξε, στο νερό της αθωότητας.
Μου ήταν τελείως αδύνατον να σε αγνοήσω.
Σε βλέπω σαν ψευδαίσθηση να κάθεσαι με τις φίλες σου, και να μοιράζεσαι τα μυστικά σου. Κάθε φορά που σου μιλούσα, ψέλλιζα. Από την μια θέλω να σε πνίξω στα φιλιά, και από την άλλη να σου φερθώ ψυχρά, όμως δεν έχω την δύναμη.
Παρακαλάω να ξαναδώ αυτά τα καστανά σου μάτια να διαβάζουν τους άπειρους τόμους λατρείας που έχω κρυμμένους στα συρτάρια της καρδιάς μου. Μια στιγμή μόνο να σε αντίκριζα φευγαλέα!
Κάτι με τραβάει σε σένα! Δεν θέλω άλλο να υποφέρω για μου από εκεί που προσπαθώ να σε βγάλω από το μυαλό μου και να ξαναβρώ τον εαυτό μου.
Πέρασε τόσος καιρός και δεν μπόρεσα καν να ψιθυρίσω πόσο σ’ αγαπώ.
Να μάθαινα μονάχα ότι είσαι καλά, γιατί δεν αντέχω πια να σε αντικρίζω μέσα από ξεθωριασμένες φωτογραφίες.
Να γινόμουν αέρας ζεστός να σε τύλιγα τα βροχερά φθινοπωρινά απογεύματα!
Αν με έβλεπε κανείς θα με περνούσε για τρελό.
Νιώθω σαν να καταλαβαίνεις την κάθε μου λέξη πριν καν προλάβουν να την αρθρώσουν τα χείλη μου. Να γινόμουνα σταγόνες από βροχή να δρόσιζα τα δάκτυλα των χεριών σου, έτσι και αλλιώς θα με απορροφούσε η καυτή σου ανάσα που πάνω μου θα έπεφτε και τότε μόνο θα υπέγραφες το τέλος μου.. άλλο πιο γλυκό θάνατο δεν μπορούσα να φανταστώ.
Δεν ξέρω για ποιο λόγο με έχει πιάσει αυτή η τρέλα, αφού μέχρι εχθές σαν φίλη μου σε έβλεπα!
Δίπλα μου συνέχεια σε έχω αλλά όχι με τον τρόπο που θα ήθελα. Τι ειρωνεία;
Κάθε βράδυ τον τελευταίο καιρό σε σκέφτομαι, και για χάρη σου τον ύπνο μου συνεχώς τον αποφεύγω.
Δεν είναι δίκαιο αυτό, εγώ να υποφέρω τόσο πολύ για σένα. Και συ να με βλέπεις σαν απλό φίλο! Δεν το θέλω!
Κάθε μέρα που βρίσκομαι κοντά σου. Δεν μπορώ να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου, στις γκρίζες λεωφόρους που περνούσα, στους προαστιακούς και στα τρένα που έπαιρνα για να φτάσω στον προορισμό μου, δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυα μου.
Προσπαθούσα να κάνω τον εαυτό μου να πάψει επιτέλους! Να βρει την δύναμη να συνεχίσει, μάταια όμως! Ούτε εκείνος πλέον δεν με υπάκουε.
Ήθελα να της πω τόσα πολλά, δεν είπα τίποτα! Το βλέμμα που μέχρι εχθές ήξερα, είχε κατακρεουργηθεί από ένα ψυχρό, ανέκφραστο πρόσωπο το οποίο παρότι ήταν τόσο σοβαρό και ψυχρό, βαθιά μέσα στις κόρες των ματιών της έβλεπα μια αθώα νευρικότητα, η οποία όσο και να προσπαθούσε να κρύψει δεν τα μπορούσε να τα καταφέρει.
Δεν αντέχω άλλο την ψυχική οδύνη που μου καταβρόχθιζε τα σωθικά. Προτιμώ να με αντικρίζεις απλά σαν ένα αδελφικό σου φίλο, παρά να σε χάσω μια για πάντα.
Τα βράδια τα αξημέρωτα όμως που αστραπιαία έρχονται καταβροχθίζοντας το φως της ημέρας χωρίς καν να το καταλάβω, πέφτω σε βαθιά συλλογή και σκέφτομαι ότι καλύτερα θα είναι να πω τι αισθάνομαι για σένα μια και καλή και να βάλω ένα οριστικό τέλος στο βάσανο που περνάω.
Σε παρακαλώ, μονάχα μην μου ζητάς να μην σε ξαναδώ και από την ζωή σου μια και καλή για πάντα φύγω, αφού βλέποντας εσένα παίρνω όση δύναμη χρειάζομαι για να παλέψω με τους δαίμονες με ανθρώπινη μορφή που συναντάω κάθε μέρα.
Ένα μονάχα έχω να πω, ότι σε όποιο μέρος και αν κρυβόμουν, όλες οι νεράιδες και τα ξωτικά τα οποία ήταν σύμμαχοι αλλά και υπήκοοι του θα με έβρισκαν.
Το μόνο που εύχομαι είναι να μεταμορφωνόμουν σε παγωνιά, να έπεφτα κάθε χειμώνα στα ροδοκόκκινα μαγουλά σου, και εκεί μέσα να φυλακιζόμουν εφ’ όρου ζωής στους ιστούς του προσώπου σου.
Περνάω συνέχεια έξω από καφετέριες με φοιτητόκοσμο, νιώθω ότι όλα τα τραπέζια γυρίζουν και κοιτάνε εμένα. Νιώθω σαν να έχω έρθει από άλλο πλανήτη μπαίνω σε διάφορα κλάμπ προσπαθώντας να σε βρω.
Μάταια όμως!
Επέλεξες να μείνεις μόνη σου. Να ξέρεις όμως ότι η μοναξιά και η μοναχικότητα είναι δύο έννοιες εντελώς αντίθετες…