Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Υπάρχει ένα πρωί που εκείνη δεν φεύγει; Ένα σπίτι που να αντέχει δύο «θέλω» το ίδιο δυνατά, χωρίς να πνίγει τη φωνή του ενός; Υπάρχει χώρος για δύο ζωές που ακούν διαφορετική μουσική, βλέπουν διαφορετικά όνειρα, αλλά καταλήγουν να χορεύουν στον ίδιο ρυθμό;
Υπάρχει άραγε κάποιος που να μην προσπαθεί να αλλάξει τον άλλο; Κάποιος που δεν μπαίνει στον πειρασμό να σε φέρει στα μέτρα του; Που δεν νιώθει να καταπιέζεται κάθε φορά που το «εμείς» ζητάει λίγο παραπάνω από το «εγώ»;
Υπάρχει άνθρωπος που ξέρει στ’ αλήθεια τι θέλει από τη ζωή, από τον έρωτα, από σένα; Ή μήπως όλοι ψάχνουμε, παλεύουμε και πέφτουμε, χωρίς να ξέρουμε αν θα βρούμε ποτέ αυτό που ζητάμε;
Σε μπέρδεψα; Σε προβλημάτισα; Μη με κοιτάς έτσι. Δεν έχω όλες τις απαντήσεις, ούτε τις σωστές λέξεις. Ξέρω μόνο αυτό: Δεν ξέρω αν ταιριάζουμε απόλυτα σε όλα. Δεν ξέρω αν μπορούμε να λύσουμε όλες τις εξισώσεις της ζωής μας.
Αλλά ξέρω πως σε αγαπάω. Όχι με τη βολική, ήσυχη αγάπη που χωράει παντού, αλλά με εκείνη που καίει, που σου βγάζει τη φωτιά και σε κάνει να θέλεις να προσπαθήσεις ξανά και ξανά. Εσύ είσαι ο θησαυρός μου. Και ας είμαι εγώ εκείνος που ζητάει πάντα την ελευθερία του.
Σε θέλω. Κι αν τίποτα άλλο δεν είναι σίγουρο, αυτό είναι. Μαζί θα το φτιάξουμε. Όχι επειδή θα είναι τέλειο, αλλά επειδή θα είναι αληθινό.
Οπότε τώρα, σκάσε μου ένα χαμόγελο και πες μου: «Σε θέλω». Γιατί εγώ; Εγώ σε θέλω, ρε γαμώτο. Με όλα σου.