Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Ξύπνησε πρωί πρωί, τι ξύπνησε δηλαδή, αφού καθόλου δεν κοιμήθηκε..
Πήρε έναν καφέ στο χέρι, τα τσιγάρα του κι ανέβηκε στο κάστρο των Κυθήρων, από πάνω ένας ουρανός συννεφιασμένος, από κάτω το Καψάλη με μια θάλασσα ανήσυχη και στην μέση ένας άντρας, και συννεφιασμένος κι ανήσυχος.
Κάθισε σε ένα παγκάκι, αμίλητος, με ποιον να μιλήσει άλλωστε, κι άρχισε να συλλογιέται την ζωή του, τα λάθη και τα πάθη του, τα σωστά και τα στραβά του.
Και κάπου εκεί, στις σκέψεις, στα Αχ του και στην μοναξιά του, του ξέφυγε ένα δάκρυ, διέσχισε όλο του το πρόσωπο και στάλαξε στο χώμα, ακριβώς στην ρίζα ενός αγριολούλουδου.
Και τότε συνέβη ένα θαύμα!
Το αγριολούλουδο, άνοιξε τα πέταλα του, τέντωσε τα φύλα του, ανάβλυσε ένα άρωμα κι απέκτησε φωνή ανθρώπινη…
“Πω πω, πόσο πόνο έχεις μέσα σου και συνάμα, πόση πολλή ψυχή! Πόση πίκρα έχει το δάκρυ σου και πόση πολλή αγάπη λιμνάζει μέσα σου! Πόση σιωπή μου έριξες πάνω μου και πόσο έρωτα έχει η σιωπή σου!
Δεν είσαι εσύ απ’ τους συνηθισμένους φίλε μου, εσύ είσαι αλλιώτικος…
Ξέρω πως απορείς που σου μιλάω, μα δεν φταίω εγώ, εσύ με έκανες να σου μιλήσω, εσύ τα μπορείς τα θαύματα κι ας μην το ξέρεις!
Άκου λοιπόν τι θα κάνουμε…
Θα σηκωθείς από το παγκάκι, θα επιστρέψεις σπίτι σου και στην διαδρομή θα αρχίσεις να χαμογελάς. Κι εγώ θα πω στον άνεμο, που είναι φίλος μου, να φυσήξει και να πάρει από πάνω σου όλη την πίκρα, όλη την θλίψη κι όλο τον πόνο. Κι ώσπου να περάσεις την πύλη του κάστρου, ο φίλος μου ο άνεμος θα σε έχει γιατρέψει εντελώς.
Εσύ θα κρατήσεις μονάχα το χαμόγελο κι έχεις τον λόγο μου, πως φεύγοντας από εδώ θα αρχίσουν να συμβαίνουν κι άλλα θαύματα, θα αρχίσει να φεγγοβολάει η ψυχή σου τόσο αφόρητα, που θα σε δει ένας άλλος άνθρωπος, ίδιος με εσένα, και θα σου πει πως σ’ αγαπάει.
Να τον πιστέψεις, να μην τον φοβηθείς, γιατί κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί και κανένας δεν λέει ψέματα, σαν αντικρίζει ένα χαμόγελο αληθινό”.
Έτσι κι έγινε!
Σηκώθηκε, ίσιωσε τα μαλλιά του, σήκωσε τον γιακά από το παλτό του, άρχισε να βαδίζει κόντρα στον άνεμο, με τα χέρια του ανοιχτά, σαν αρσενικό που χορεύει ένα βαρύ ζεμπέκικο, και χαμογέλασε….