Γράφει ο Πέτρος Θεοδωρόπουλος
Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ δεν έμαθα να φεύγω σιγά. Δεν έμαθα να κλείνω ήσυχα τις πόρτες και να απομακρύνομαι αθόρυβα. Αν είναι να φύγω, θα φύγω με πάταγο. Με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια να καίνε. Με το πείσμα να μου τρώει τα σωθικά και την τρέλα να μου υπαγορεύει τις επόμενες κινήσεις.
Γιατί, πες μου εσύ, πού πας σε έναν χωρισμό χωρίς να είσαι λίγο πεισματάρα, λίγο τρελή, λίγο αμετανόητη; Πού πας αν δεν αρνηθείς να σβήσεις τα ίχνη, αν δεν κάνεις το κάθε λεπτό να αξίζει, ακόμα και στην πτώση;
Δεν είμαι από αυτές που θα φύγουν αθόρυβα. Θα φύγω αφού έχω πει ό,τι υπάρχει να ειπωθεί, αφού έχω νιώσει το ταβάνι να κλείνει πάνω μου, αφού έχω πιει κάθε σταγόνα απ’ το “εμείς” και έχω αφήσει τα χείλη μου στεγνά από λέξεις.
Δεν είμαι από αυτές που θα καθίσουν να μετρήσουν ήρεμα τις αναμνήσεις. Θα τις κάψω πρώτα. Θα τις πετάξω στα μούτρα της λογικής και θα της πω “αντέχεις;” Και αν αντέξει, θα φύγω. Αλλά όχι πριν βεβαιωθώ ότι το έζησα μέχρι τέλους.
Γιατί, στο φινάλε, ένας χωρισμός δεν είναι ένα ευγενικό αντίο. Είναι ένας γαμημένος πόλεμος. Είναι το ξήλωμα του εμείς, το κάψιμο των φωτογραφιών, το ξερίζωμα του ονόματός σου από τα χείλη μου. Είναι μια μάχη ανάμεσα στο «δεν σε θέλω πια» και στο «πώς θα μάθω να ζω χωρίς εσένα».
Και αν είναι να πονέσω, θα πονέσω δυνατά. Δεν θα το παίξω cool, δεν θα το περάσω αθόρυβα. Θα το πιω μέχρι την τελευταία σταγόνα. Γιατί μόνο έτσι προχωράς. Μόνο έτσι σηκώνεσαι πραγματικά.
Αν δεν έχεις πείσμα, αν δεν έχεις τρέλα, τι έχεις; Μια ήσυχη αποχώρηση; Ένα αδιάφορο τέλος; Όχι. Εγώ θέλω τέλος που να κάνει θόρυβο. Που να αφήνει σημάδι. Που να σε κάνει να μετράς τις ώρες μέχρι να ξεχάσεις.
Γι’ αυτό σου λέω, αν χωρίζεις, χώρισε σωστά. Με πάθος. Με λάθη. Με οργή. Με δάκρυα. Με φωτιά.
Γιατί αλλιώς, πού πας;