Πονάει που δεν ήσουν ποτέ εκεί, όπως ήμουν εγώ.
Γράφει η Φανή Θεοδώρου
Δεν πονάει που έφυγες. Πονάει που έμεινα για να σε περιμένω.
Η φυγή σου δεν ήταν αυτό που με γονάτισε. Ήταν η αναμονή. Το να στέκομαι εκεί, με τη σιωπή σου να αντηχεί στα πιο σκοτεινά μου σημεία. Δεν ήταν οι στιγμές που χάσαμε, αλλά οι στιγμές που έμεινα να περιμένω εσένα, να επιστρέψεις, να πεις κάτι που θα έδινε νόημα σε όλα αυτά που άφησες πίσω σου.
Δεν πονάει η απουσία σου.
Πονάει το κενό που γέμισα με ελπίδες. Με ψεύτικες υποσχέσεις που δεν μου έδωσες ποτέ, αλλά εγώ τις έπλασα για να κρατηθώ. Πονάει που κάθε μέρα σε έψαχνα σε σημάδια, σε μηνύματα που δεν ήρθαν, σε σκέψεις που δεν έφυγαν ποτέ.
Δεν ήταν η φυγή σου που με διέλυσε. Ήταν η επιλογή μου να μείνω.
Να περιμένω έναν άνθρωπο που, ίσως, ποτέ δεν είχε σκοπό να επιστρέψει. Να περιμένω να γεμίσει ο χρόνος με κάτι που δεν υπήρξε ποτέ αληθινό. Να περιμένω εσένα, ενώ έπρεπε να διαλέξω εμένα.
Δεν πονάει η απόσταση.
Πονάει που σε άφησα να είσαι όλα όσα έψαχνα, ενώ εγώ έμεινα πίσω να κρατάω το τίποτα. Πονάει που έδωσα τον χρόνο μου, τα όνειρά μου, τα “ίσως” μου, για να μείνω εκεί, να πιστεύω ότι θα γυρίσεις.
Πονάει που δεν ήσουν ποτέ εκεί, όπως ήμουν εγώ.
Δεν πονάει που έφυγες. Πονάει που δεν κατάφερα να φύγω μαζί σου. Που έμεινα να περιμένω κάποιον που δεν με περίμενε ποτέ. Και αυτό, το βάρος της αναμονής, είναι χειρότερο από κάθε αποχαιρετισμό.
Πονάει που έμεινα, όταν εσύ είχες ήδη φύγει. Και τώρα; Τώρα μαθαίνω πώς είναι να αφήνω εγώ πίσω όλα όσα κάποτε περίμενα να έρθουν.