Γράφει ο Χρήστος Αλεξίου
Άσε τα όλα πίσω. Άσε τη δουλειά, τα πρέπει, τα «δεν μπορώ τώρα», τα «έχω υποχρεώσεις». Ξεκόλλα από την οθόνη, σταμάτα να περιμένεις μηνύματα που δεν θα έρθουν ή να απαντάς σε ανθρώπους που δεν έχουν σημασία. Πάμε.
Πάρε δυο ρούχα. Όχι πολλά. Δε θα μας χρειαστούν. Ένα τζιν, ένα φαρδύ πουλόβερ, εκείνο το μαύρο φόρεμα που σε κάνει να νιώθεις ακαταμάχητη. Ξέρεις ποιο. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε στον δρόμο.
Κλείσε το κινητό. Δε θα σου χρειαστεί. Κανείς δε χρειάζεται να ξέρει πού είσαι. Κανείς δε χρειάζεται να σε βρει. Όλα όσα σε κρατάνε εδώ, θα είναι ακόμα εδώ όταν γυρίσουμε. Αν θέλεις να γυρίσουμε.
Θέλω να σε δω να αφήνεσαι. Να ξεχάσεις τι ώρα είναι, να μη σκέφτεσαι ποιος περιμένει τι από σένα. Να ζήσεις. Χωρίς φίλτρα, χωρίς ενοχές, χωρίς να αναρωτιέσαι αν «πρέπει» ή αν «είναι σωστό».
Θέλω να σε δω να γελάς με όλο σου το σώμα, όχι με εκείνο το μισό χαμόγελο που έχεις μάθει να φοράς σε φωτογραφίες. Θέλω να σε δω να χορεύεις χωρίς μουσική, να κλείνεις τα μάτια και να νιώθεις τον αέρα στο πρόσωπό σου.
Θέλω να σου θυμίσω πως υπάρχει ζωή πέρα από τα deadlines, πέρα από τα notifications, πέρα από το πρόγραμμα που σε κρατάει φυλακισμένη σε μια ρουτίνα που δεν διάλεξες.
Πάμε να ξαναβρούμε την αίσθηση του αυθόρμητου. Να πετάξουμε τις μάσκες και να αφήσουμε τη στιγμή να μας πάει όπου θέλει. Μια πόλη που δεν έχουμε ξαναπάει, ένα μέρος που δεν έχεις προλάβει να βαρεθείς.
Δεν σου λέω ότι θα αλλάξει η ζωή σου. Δεν σου λέω ότι αυτό το ταξίδι θα σου λύσει όλα τα προβλήματα. Αλλά σου λέω ότι θα θυμηθείς πώς είναι να ζεις χωρίς να υπολογίζεις.
Γιατί, στο τέλος της μέρας, το μόνο που θα μετράει θα είναι οι στιγμές που τόλμησες. Και αν ποτέ αναρωτηθείς αν έκανες αρκετά, αν έζησες όσο έπρεπε, θέλω να θυμάσαι εκείνη τη φορά που πήρες δυο ρούχα, έκλεισες το κινητό και έφυγες χωρίς να κοιτάξεις πίσω.