Γράφει η Αλεξάνδρα Φαρμάκη
Ο μόνος τρόπος να ξεπεράσεις ένα λάθος, λένε, είναι να το ξεχάσεις.
Ή να το επαναλάβεις.
Κι αν είσαι από τους γενναίους — ή τους ανόητους — κάποιες φορές τα κάνεις και τα δύο.
Το ξεχνάς για λίγο, επειδή το μυαλό είναι μαέστρος στην καταπίεση. Το παρκάρεις σε μια γωνία του μυαλού σου, το ντύνεις με “δεν βαριέσαι” και “έτυχε”.
Και μετά από λίγο, όταν όλα μέσα σου αρχίζουν να ξανακάνουν θόρυβο, πας και το ξανακάνεις.
Όχι γιατί δεν ξέρεις.
Αλλά γιατί θέλεις να δεις αν όντως πονάει ακόμα το ίδιο.
Σαν να μετράς τα αποθέματά σου. Να δεις αν αντέχεις ή αν απλώς κοροϊδεύεις τον εαυτό σου τόσο καλά.
Μόνο που το λάθος δεν είναι το ίδιο κάθε φορά.
Την πρώτη φορά σε πληγώνει.
Τη δεύτερη σε εκθέτει.
Την τρίτη σε ξεφτιλίζει.
Κι εσύ εκεί, να το ξαναδοκιμάζεις μπας και αυτή τη φορά αλλάξει κάτι.
Αλλά το λάθος δεν αλλάζει.
Εσύ αλλάζεις κάθε φορά που το αγνοείς.
Μαθαίνεις να ζεις με λίγο.
Μαθαίνεις να ζυγίζεις τα σωστά με βάση τη συνήθεια.
Μαθαίνεις να κάνεις εκπτώσεις στην ψυχή σου και να τις περνάς για “ωριμότητα”.
Και μετά φτάνει μια μέρα που δεν αναγνωρίζεις τον εαυτό σου.
Κοιτάς τον καθρέφτη και δεν ξέρεις αν αυτό που βλέπεις είναι κάποιος που κουβάλησε τα λάθη του ή τα έγινε.
Γιατί ξέρεις κάτι;
Τα λάθη δεν είναι για να τα ξεχνάς, ούτε για να τα επαναλαμβάνεις.
Είναι για να τα κοιτάς στα μάτια και να λες: “σε θυμάμαι, αλλά όχι, δεν θα σε ξαναζήσω.”
Όχι για εκδίκηση.
Για λύτρωση.
Γιατί κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσεις να ζητάς από τη ζωή να σε συγχωρήσει.
Και να αρχίσεις να συγχωρείς εσύ τον εαυτό σου.
Που δεν ήσουν πιο σκληρός εκεί που έπρεπε.
Που έμεινες λίγο παραπάνω.
Που ήλπιζες, ενώ ήξερες.
Το λάθος ήταν αυτό.
Το ότι το ήξερες.
Και προχώρησες έτσι κι αλλιώς.