Σε κοιτάζω. Μιλώ, γελάω, παίζω το παιχνίδι της άνεσης, αλλά μέσα μου γίνεται πανικός. Οι σκέψεις τρέχουν γρηγορότερα από την καρδιά μου, που, μεταξύ μας, πάει να σπάσει. Ξέρεις πόση δύναμη χρειάζεται να μένω εκεί, να σε κοιτάζω στα μάτια, και να μη σου λέω ξεκάθαρα τι θέλω;
Το ξέρεις κι εσύ. Φαίνεται στον τρόπο που με κοιτάς, πώς κατεβάζεις λίγο το βλέμμα σου κάθε φορά που συναντά το δικό μου. Σαν να μετράς το αν θα τολμήσεις. Σαν να φοβάσαι μήπως χαλάσεις κάτι που ήδη καίει κι από τους δυο μας.
Αλήθεια τώρα. Τι περιμένεις; Πόσο ακόμα θα γεμίζουμε τον αέρα ανάμεσά μας με κουβέντες που δεν έχουν πια νόημα; Πόσο ακόμα θα προσποιούμαστε ότι δεν συμβαίνει τίποτα, ενώ κάθε στιγμή μαζί σου μοιάζει σαν την πιο μεγάλη αναμονή της ζωής μου;
Δεν σου ζητάω πολλά. Ένα φιλί μόνο. Ένα φιλί που θα ξεκαθαρίσει αυτό που και οι δυο μας φοβόμαστε να παραδεχτούμε. Ένα φιλί που θα τελειώσει την αβεβαιότητα, το «αν», το «ίσως», το «τι θα γινόταν αν…».
Ξέρεις τι είναι το χειρότερο; Ότι όσο περιμένεις, με κάνεις να αμφιβάλλω. Να σκέφτομαι αν θέλεις πραγματικά αυτό που θέλω κι εγώ. Να νιώθω πως, ίσως, βλέπω κάτι που δεν είναι εκεί. Κι όμως, δεν μπορείς να μου πεις ότι δεν το νιώθεις. Το βλέπω στα μάτια σου, το ακούω στις ανάσες σου, το νιώθω κάθε φορά που στέκεσαι δίπλα μου.
Μην το αργείς πολύ το φιλί. Μην αφήνεις τον φόβο να μας κλέψει τη στιγμή. Γιατί, αν χαθεί, θα το μετανιώνουμε και οι δυο. Κι εγώ, δεν θέλω να ζήσω με το «αν». Θέλω να ζήσω με το «τώρα».
Μην το αργείς πολύ το φιλί, λοιπόν. Έλα πιο κοντά. Δεν θέλω να περιμένω άλλο. Και κάτι μου λέει ότι ούτε εσύ το θέλεις.