Με τους κόκκους της κλεψύδρας που σου έμειναν, τι σκοπεύεις να κάνεις;
Γράφει η Luna Punk.
Κι έρχεται η μέρα που ξυπνάς,κοιτάζεις πίσω σου και απορείς…Που πήγε η ζωή σου;
Πότε πέρασε κι εσύ δεν πήρες χαμπάρι?Πως είναι δυνατόν να πέρασε τόσο διαολεμένα γρήγορα;
Σαν χθές ήταν που σου’λεγανε όλοι ότι έχεις ακόμη όλη τη ζωή μπροστά σου…
Και τώρα τι…
Τι έχουν να σου πούν τώρα,όσοι σου απέμειναν…
Εσύ που ήσουν άραγε όσο περνούσε η ζωή σου…
Ο χρόνος ξέρεις…συνεχίζει πάντα να κυλάει και κανέναν δεν ρωτάει.
Είναι βλέπεις ο μόνος που θα επιβιώσει ακόμη κι όταν χαθεί κάθε ίχνος ζωής σ’αυτόν τον πλανήτη.
Είναι ο μόνος που τρέχει συνεχώς χωρίς να λυπάται κανέναν και τίποτα.
Δεν περιμένει κανέναν.
Πόσο μάλλον εσένα,που σου πήρε μιά ζωή μέχρι ν’αποφασίσεις να ζήσεις.Και τώρα…τί..
Τι θα κάνεις με τους κόκκους της κλεψύδρας που σου απέμειναν;
Θα κάθεσαι και ‘συ σε μια βεράντα και θ’αναπολείς στιγμές;
Θα περιμένεις να σε θυμηθούν τα παιδιά σου-αν πρόλαβες να κάνεις δηλαδή-σε γιορτές και σε αρρώστιες;
Πές μου τι σκέφτεσαι…
Αν μπορούσες να γυρίσεις Πίσω τον χρόνο…τι σκέφτεσαι.Τι θα έκανες;
-Θα ζούσα,ψιθύρισε,θα ζούσα γαμώτο μου,με κάθε κόστος.
Μπορώ να συγχωρέσω τα πάντα στον εαυτό μου,μπορώ να με δικαιολογήσω σε όλα.
Υπάρχουν όμως τρία πράγματα που μου βαραίνουν τους ώμους και τους κάνουν ασήκωτους,η αδράνεια,η αναμονή κι η αναβολή.
Αυτά τα τρία,δεν μου τα συγχωρώ.
Αυτά με σακάτεψαν.
Αυτά μου ρούφηξαν τη νιότη ολόκληρη και μου άφησαν μόνο σημάδια στο κορμί από στιγμές που δεν έζησα.
Αυτά μου κλέψανε τη λάμψη μου και μ’άφησαν να σέρνομαι εδώ ξεθωριασμένος.Ανήμπορος πιά ν’αλλάξω όλα εκείνα που δεν αλλάζουν πιά.
Και ξέρεις, εγώ κάποτε ήμουν ένας πολύ χαρούμενος άνθρωπος…γεμάτος ζωή κι ενέργεια και δύναμη.
Είχα και’γω αυτή την απάτηλη ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσα ν’αλλάξω τον κόσμο.
Και τελικά…τί έκανα;;;
Τι κάνω;
Δούλευα σ’όλη μου τη ζωή για να υλοποιώ τις ανάγκες κάποιων άλλων,ένα ασπρόμαυρο πιόνι κλεισμένο μέσα σ’ένα παρείσακτο όνειρο που μου επιβάλλανε για να μπορώ απλά να υπάρχω σε μία γκρίζα καθημερινότητα που την ονόμασαν ζωή και μου τη σερβίρανε σε κρυστάλλινο ποτήρι.Και’γώ,παίρνω όλη την ευθύνη και το παραδέχομαι, το ήπια εκείνο το ποτήρι,το ήπια με την θέληση μου και για μιά στιγμή ξεγελάστηκα,νόμισα πως έτσι θα ζήσω,μα μέσα σ’εκείνη τη στιγμή κρύφτηκε όλη μου η ζωή.
Και ξαφνικά,ξύπνησα μιά μέρα και η στιγμή είχε χαθεί…
Αυτή η στιγμή που τόσα χρόνια περίμενα,είχε απλά χαθεί…
Ξύπνησα μιά μέρα και δεν αναγνώριζα πιά τον άνθρωπο στον καθρέφτη.
Δεν τον ξέρω αυτόν τον κύριο με τους γκρίζους κροτάφους και το κουρασμένο βλέμμα.
Είχα κρατήσει ακόμα εκείνη την ξεθωριασμένη εικόνα, αυτήν που θέλω να θυμάμαι
Τότε που ήμουν νέος κι είχα ελπίδες και όνειρα πως κάποια μέρα θα φτιάξω και’γω τη ζωή μου κι έπειτα θα τη ζήσω!
Με ξεγέλασαν…με ξεγέλασα…νόμιζα πως θα ζήσω για πάντα…
Για πάντα.
Μα τώρα είναι αργά.
Και ξέρεις εγώ…ήμουν κάποτε ένας πολύ όμορφος άνθρωπος…
Μα οι όμορφοι άνθρωποι,όμορφα καίγονται…
Ο χρόνος σε προσπερνάει και κανέναν δεν ρωτάει…κι όλο κυλάει,πίσω δεν γυρνάει και στο πέρασμα του όλους τους ξεχνάει.
LoveLetters