Γράφει η Ανδριανού Κατερίνα
Στην αρχή είναι το λίγο.
Το ανέχεσαι. Το δικαιολογείς. «Δεν πειράζει», λες. «Δεν χρειάζεται να είναι όλα τέλεια», λες. Μαθαίνεις να το δέχεσαι, να συμβιβάζεσαι, να κλείνεις τα μάτια σε αυτά που λείπουν.
Μετά, γίνεται λιγότερο.
Αρχίζεις να συνηθίζεις το μισό. Να χαμογελάς σε μισές αγκαλιές, να αρκείσαι σε μισά λόγια, να πείθεις τον εαυτό σου πως οι μεγάλοι έρωτες δεν χρειάζονται πολλά.
Και μια μέρα, χωρίς να το καταλάβεις, έρχεται το ελάχιστο.
Σου αρκεί μια στιγμή, μια κουβέντα, ένα άγγιγμα που μοιάζει περισσότερο με ψίχουλο παρά με αυτό που πραγματικά θέλεις. Και κάπου εκεί, χάνεις το μέτρημα.
Πού ήσουν; Πού πήγαινες; Πότε σταμάτησες να ζητάς;
Όταν μάθεις να σου αρκεί το λίγο, μαθηματικά μαθαίνεις να σου αρκεί και το ελάχιστο. Και κάπως έτσι… έρχεται το τίποτα.
Και τότε καταλαβαίνεις.
Δεν είναι πως δεν σου άξιζε το «όλα». Δεν είναι πως δεν μπορούσες να τα έχεις. Είναι πως έμαθες να ζεις χωρίς αυτά. Και το πιο επικίνδυνο δεν είναι να μην έχεις κάτι. Το πιο επικίνδυνο είναι να πείσεις τον εαυτό σου πως δεν το χρειάζεσαι.
Μα εγώ δεν θέλω το λίγο.
Δεν θέλω να μετράω τα συναισθήματα με σταγόνες, να παρακαλάω για προσοχή, να χαίρομαι όταν κάποιος θυμάται την ύπαρξή μου.
Δεν θέλω το ελάχιστο.
Κι αν αυτό σημαίνει πως θα μείνω μόνη μου μέχρι να βρω το «όλα», ας είναι.
Γιατί το τίποτα, δεν το θέλω. Δεν το ανέχομαι. Δεν το δέχομαι.
Όχι πια.