Γράφει η Σοφία Παπαηλιαδου
Κι ας ορκιζόσουν πως ήξερες τον δρόμο. Πως τίποτα δεν μπορούσε να σε ξεστρατίσει. Πως ήσουν τόσο σίγουρος για το πού ήθελες να φτάσεις, που δεν έριξες ούτε μια ματιά στο πλάι. Δεν μέτρησες τους σταθμούς που άφηνες πίσω σου. Δεν παραδέχτηκες ποτέ πως μέσα σου σιγόκαιγε μια φωνή που έλεγε πως ίσως να μη βαδίζεις εκεί που στ’ αλήθεια λαχταρούσες.
Κι ύστερα ήρθαν τα κύματα. Αυτά τα ανελέητα κύματα που άλλοι τα λένε συγκυρίες κι άλλοι μοίρα. Σε έπιασαν απ’ τον γιακά, σε τίναξαν πέρα από τις προσδοκίες σου. Σε βούτηξαν μέσα στο νερό που απέφευγες. Σε γύρισαν απ’ την ανάποδη, για να δεις καθαρά. Σε ξέπλυναν από ψεύτικες βεβαιότητες και μεγάλες ιδέες για το ποιος έπρεπε να είσαι.
Κάποτε, ο προορισμός δεν είναι αυτό το τακτοποιημένο σχέδιο που γράφεις στο ημερολόγιο. Δεν είναι η αγάπη που φαντάστηκες σε πρόσωπα που δεν σου άξιζαν. Δεν είναι η σιγουριά που βρήκες σε ψεύτικες υποσχέσεις. Δεν είναι ούτε καν ο έρωτας που έκλαψες όταν νόμιζες πως τον έχασες. Ο προορισμός είναι ένα παράξενο λιμάνι. Ένα σημείο στον χρόνο που φτάνεις με τις πληγές σου ανοιχτές, τα μάτια κόκκινα, την ψυχή πιο καθαρή από ποτέ. Κι εκεί, ξαφνικά, καταλαβαίνεις πως δεν πήγες χαμένος. Πως όλα όσα πέρασες είχαν έναν λόγο να σε φέρουν εδώ.
Να σε κάνουν να δεις πως ο προορισμός σου ήταν πάντα λίγο πιο πέρα από τη βολή σου. Ήταν στα βράχια που φοβόσουν να πλησιάσεις. Στο βλέμμα κάποιου που δεν είχες φανταστεί πως θα σταθεί δίπλα σου, όταν όλα θα γκρεμίζονταν. Στην αλήθεια που σου ξεγύμνωσε το εγώ σου. Στην απλότητα που πολεμούσες με την υπερηφάνεια σου.
Δεν έχει σημασία αν πέρασες χρόνια να κυνηγάς λάθος πράγματα. Αν έδωσες την καρδιά σου σε ανθρώπους που δεν ήξεραν να την κρατήσουν. Αν άφησες το μυαλό σου να σε πείσει πως ήσουν αδύναμος. Το κύμα ήξερε καλύτερα. Σε πήρε αγκαλιά με τη βία, σε ταπείνωσε, σε τρόμαξε, μα τελικά σε άφησε εκεί που έπρεπε. Σε ένα μέρος που ίσως να μην έχει φανταχτερά φώτα, μα έχει ειρήνη. Έχει την ησυχία που ζητούσες χωρίς να το ξέρεις. Έχει ανθρώπους που δεν χρειάζεται να τους αποδείξεις τίποτα.
Κι όταν κοιτάς πίσω, καταλαβαίνεις πως όλα τα αλλού που νόμιζες πως ήταν δικά σου, ήταν μόνο προσωρινά. Στάσεις μέχρι να συναντήσεις τον πραγματικό προορισμό σου. Κι όσο κι αν σου κόστισε να παραδεχτείς την άγνοιά σου, σήμερα μπορείς να πεις πως έφτασες. Όχι επειδή τα κατάφερες όπως σχεδίαζες. Αλλά επειδή άφησες το κύμα να σε πάει εκεί που ανήκεις.