Κάποιοι άνθρωποι είναι σαν τους λεκέδες. Όσο και να προσπαθήσεις, μένουν.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Ρούσσος
Δεν είσαι απ’ αυτές που φεύγουν εύκολα. Δεν είσαι η ανάμνηση που ξεθωριάζει, ούτε το συναίσθημα που ξεχνιέται με τον χρόνο. Είσαι εκείνη που αφήνει σημάδια, που χαράζει τον εαυτό της μέσα μου. Είσαι ο λεκές που δεν μπορώ – και δεν θέλω – να σβήσω.
Με ό,τι έγινες, ό,τι άφησες πίσω σου, μένεις.
Και το ξέρεις. Το βλέπω στα μάτια σου, το διαβάζω στα λόγια που δεν λες. Είσαι εκείνη που, ακόμα κι όταν όλα τελειώνουν, αφήνει το δικό της αποτύπωμα. Μια ανεξίτηλη παρουσία που δεν ξεπλένεται με καμία συγγνώμη, καμία απολογία.
Δεν με πειράζει, ξέρεις.
Δεν πειράζει που δεν μπορώ να σε ξεχάσω, που δεν μπορώ να προχωρήσω χωρίς να σε κουβαλάω μέσα μου. Γιατί εσύ δεν ήσουν ποτέ για τα εύκολα. Ήσουν το απρόβλεπτο, το ασυγκράτητο. Ήσουν η σπίθα που άναψε τη φωτιά και, ακόμα κι αν έσβησε, άφησε πίσω της σημάδια που καίνε.
Είσαι σαν λεκές, αλλά με έναν τρόπο όμορφο.
Όχι σαν κάτι που θέλω να εξαφανίσω, αλλά σαν κάτι που έζησα και δεν μπορώ να ξεχάσω. Όπως εκείνη η μέρα που όλα άλλαξαν. Όπως το βλέμμα σου που μου έμεινε. Όπως ο τρόπος που έγινες το κέντρο του κόσμου μου και, ακόμα κι όταν χάθηκες, παρέμεινες εκεί.
Κάποιοι άνθρωποι δεν φεύγουν ποτέ.
Όσο κι αν προσπαθήσεις, όσο κι αν πεις στον εαυτό σου ότι τέλειωσε. Μένουν. Και εσύ; Εσύ είσαι ο λεκές που δεν σβήνει. Το κομμάτι που δεν ξεχνιέται. Και αν με ρωτάς, ξέρεις τι θα σου πω; Δεν θέλω να σε ξεχάσω.
Δεν θέλω να σβήσω αυτό που ήσουν. Γιατί, ακόμα κι αν πονάει, είναι το μόνο που έμεινε από εσένα. Και, κάποιες φορές, αυτό είναι αρκετό.