Γράφει ο Νικόλας Φιλίππου
Δεν ξέρω πότε το κατάλαβα. Ίσως εκείνο το βράδυ που κοιτούσα το ταβάνι και έψαχνα να πιαστώ από κάτι. Ίσως όταν πέρασα τυχαία από εκείνο το στενό που κάποτε με φίλησες για πρώτη φορά και δεν ένιωσα τίποτα. Ίσως όταν το άρωμά σου έπαψε να μου θυμίζει εσένα και έγινε απλώς άλλη μία μυρωδιά μέσα στο πλήθος.
Η στιγμή, όσο δυνατή κι αν είναι, δεν αξίζει τίποτα αν δεν αφήσει κάτι πίσω της. Αν δεν γίνει ανάμνηση που να σε χτυπάει στο στήθος, να σε κάνει να χαμογελάς ή να σε πεθαίνει κάθε φορά που την ανασύρεις. Αλλιώς, τι ήταν; Μια παύση; Ένα άδειο καρέ; Ένα φθηνό κόλπο της ζωής για να σε ξεγελάσει ότι έζησες κάτι σπουδαίο;
Έχω μάθει να ζω για τις αναμνήσεις. Όχι για τις στιγμές. Οι στιγμές είναι αναλώσιμες. Έρχονται και φεύγουν χωρίς να ρωτήσουν. Μπορεί να ήταν υπέροχες, μπορεί να έκαψαν, μπορεί να φώναξαν το όνομά σου μέσα στη σιωπή. Αλλά αν δεν έμεινε τίποτα μετά, τότε τι στο διάολο άξιζαν;
Δεν θέλω στιγμές που σβήνουν. Θέλω στιγμές που χαράζουν. Θέλω εκείνα τα βράδια που τα κουβαλάς μαζί σου για χρόνια. Θέλω εκείνα τα γέλια που αντηχούν ακόμα μέσα μου. Θέλω εκείνα τα αγγίγματα που ακόμα νιώθω στο δέρμα μου, ακόμα κι αν έχουν περάσει χρόνια.
Γιατί, στο τέλος της μέρας, όταν όλα έχουν τελειώσει, τι άλλο μένει; Οι άνθρωποι φεύγουν, οι ιστορίες τελειώνουν, τα πάθη ξεθωριάζουν. Αυτό που μένει είναι οι εικόνες που αναβοσβήνουν στο μυαλό σου σαν παλιά ταινία. Οι στιγμές που έγιναν δικές σου για πάντα.
Γι’ αυτό δεν φοβάμαι να ζήσω. Δεν φοβάμαι να καώ, να πληγωθώ, να γελάσω μέχρι δακρύων, να πονέσω μέχρι θανάτου. Γιατί ό,τι κι αν γίνει, ξέρω ότι θα μείνει κάτι. Και όσο μένει κάτι, αξίζει.
Η στιγμή από μόνη της δεν σημαίνει τίποτα. Αξίζει μόνο αν, όταν γυρίσεις πίσω, την βρεις εκεί, καρφωμένη στο μυαλό σου, να σε κάνει να νιώθεις ξανά. Και ξανά. Και ξανά.