Γράφει η Λέλα Σακήλια
Ξέρεις, το «σχεδόν» πάντα με πονούσε. Μου έμοιαζε σαν να μας έλειπε το ένα κομμάτι για να γίνουμε ολόκληροι. Σαν να στεκόμασταν συνεχώς στο κατώφλι ενός μεγάλου έρωτα, χωρίς να τολμάμε να κάνουμε το βήμα που θα μας έβαζε μέσα. Ένα «σχεδόν» που πάντα στεκόταν ανάμεσά μας, σαν τοίχος που κανείς από τους δυο μας δεν είχε το θάρρος να γκρεμίσει.
Κι όμως, κάθε φορά που σε κοιτούσα, αυτό το «σχεδόν» έπαυε να με πειράζει. Εξαφανιζόταν, σαν να μην είχε σημασία. Γιατί στα μάτια σου έβρισκα όλα όσα δεν τολμούσα να πω. Όλα όσα το «σχεδόν» μας προσπαθούσε να κρύψει.
Ήταν ο τρόπος που το βλέμμα σου έπεφτε πάνω μου, σαν να έβλεπες κάτι που κανείς άλλος δεν είχε καταφέρει να δει. Ήταν η σιωπή σου, που έλεγε περισσότερα από όσα μπορούσαν ποτέ να πουν τα λόγια μας. Ήταν η παρουσία σου, εκείνη η αίσθηση ότι ακόμα και στο «σχεδόν», ήμασταν περισσότερο «μαζί» από πολλούς που έχουν το «όλο».
Ναι, το «σχεδόν» μας δεν ήταν τέλειο. Ήταν γεμάτο κενά, γεμάτο αποστάσεις, γεμάτο ανείπωτα. Αλλά μαζί σου, έμαθα πως το τέλειο δεν είναι πάντα αυτό που μετράει. Μετρούσε η στιγμή. Μετρούσε το βλέμμα. Μετρούσε το γεγονός ότι, έστω και για λίγο, ήσουν εκεί.
Και αν με ρωτήσεις τώρα αν το «σχεδόν» μας άξιζε, θα σου πω ναι. Γιατί σε εκείνες τις στιγμές που σε κοιτούσα, το «σχεδόν» ήταν αρκετό. Αρκούσε για να γεμίσει το κενό, να φωτίσει το σκοτάδι, να δώσει νόημα σε όσα ποτέ δεν είπαμε.
Ίσως να μην καταφέραμε ποτέ το «όλο». Αλλά το «σχεδόν» μας είχε μια δική του μαγεία. Και, ξέρεις, ακόμα κι αυτό ήταν αρκετό για να με κάνει να σε θυμάμαι.