Γράφει η Αντωνία Χατζηγιάννη
Εκείνη η φάρα… Ξέρεις, αυτή που δεν ξέρει να χτίζει. Που δεν μπορεί να σταθεί δίπλα σου να δημιουργήσει, γιατί ζει μόνο για να σκάβει το λάκκο σου. Είναι αυτοί που κοιτάζουν από μακριά, με τα μάτια γεμάτα φθόνο και τα χέρια έτοιμα να καταστρέψουν ό,τι παλεύεις να σηκώσεις. Φαίνονται μικροί, αλλά η τοξικότητά τους απλώνεται σαν δηλητήριο.
Δεν τους αρκεί να σε δουν να προχωράς. Τους καίει, τους τρώει η ιδέα ότι τα καταφέρνεις χωρίς αυτούς. Δεν θα σταθούν ποτέ απέναντί σου με θάρρος· πάντα από πίσω, πάντα στα σκοτάδια, με ψιθύρους και μαχαιριές κάτω από τη ζώνη. Κι όταν δουν το πρώτο σου βήμα να λυγίζει, θα χαρούν. Αλλά δεν θα φανερωθούν. Θα περιμένουν να πέσεις.
Αυτή η φάρα έχει ένα παράδοξο. Όσο ζουν για να σκάβουν το λάκκο σου, τόσο τον γεμίζουν με τη δική τους μιζέρια. Κάθε φτυαριά που ρίχνουν, κάθε κακία που ξεστομίζουν, είναι η απόδειξη της δικής τους αποτυχίας. Γιατί δεν είναι ικανοί να ονειρευτούν κάτι δικό τους, να διεκδικήσουν κάτι αυθεντικό. Ο δικός τους κόσμος είναι φτιαγμένος από ζήλια και φόβο.
Αλλά εσύ; Εσύ δεν είσαι σαν κι αυτούς. Μην τους αφήνεις να σε τραβήξουν κάτω, εκεί που θέλουν να σε δουν. Κοίτα τους κατάματα και πες τους: «Σκάβετε, όσο θέλετε. Το λάκκο σας δεν με χωράει.»
Γιατί εσύ χτίζεις. Κι όσο εκείνοι χαραμίζουν τον χρόνο τους να σκάβουν, εσύ υψώνεις τον δικό σου κόσμο. Και να θυμάσαι: οι φάροι φωτίζουν το σκοτάδι, αλλά οι τυφλοί ποτέ δεν θα τους δουν.