Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Κι είχε ένα σπίτι ανοιχτό. Σπιτικό για τους ανθρώπους της, καταφύγιο για τις επιλογές της.
Με πόρτα ανοιχτή και πάντα γεμάτο μυρωδιές από βανίλια, καραμέλα, γαρδένια και φρέσκο καφέ.
Και μια ζωή, που πέρναγαν πολλοί. Δεν είχε καταφέρει κανείς να την κάνει να φοβηθεί τους ανθρώπους. Αυτή τη νίκη, δεν την χάρισε σε κανέναν.
Και κανέναν δεν έδιωξε. Σε κανέναν δεν έδειξε ποτέ την πόρτα εξόδου. Ένας κανόνας υπήρχε μόνο. Η πόρτα ανοιχτή, και τα σκυλιά δεμένα. Μόνο μην κάθεσαι στο πέρασμα και εμποδίζεις. Ή μέσα ή έξω.
Κι οι επιστροφές δεν ήταν ποτέ δεκτές.
Όπως κι οι εκπτώσεις.
Οι επιστροφές και οι εκπτώσεις είναι για τις πραμάτειες του σωρού και για τους ανθρώπους που μετράνε την καλημέρα με το “πόσα”.
Που αποτιμούν το ενδιαφέρον με το τι έχουν να κερδίσουν και κάθε τους λέξη, κάθε τους πράξη, κάθε τους κίνηση, είναι προμελετημένη στρατηγική.
Το σπίτι αυτό δεν χωρούσε στρατηγικές. Δεν χωρούσε ανθρώπους που δεν ήξεραν πώς να είναι αληθινοί.
Δεν είχε χώρο για εκείνους που υπολόγιζαν. Για εκείνους που έμπαιναν για λίγο, έπαιρναν ό,τι ήθελαν και μετά ρωτούσαν πώς φεύγουν.
Για εκείνους τους χειριστικούς, που νόμιζαν πως μπορούν να την παίξουν, σε ένα παιχνίδι ολότελα δικό της, και θύμωναν κι όλας όταν τους χάλαγε το σενάριο.
Δεν κράταγε κανέναν. Αλλά δεν παρακαλούσε και κανέναν.
Ήσουν μέσα γιατί το ένιωθες. Ήσουν έξω γιατί έτσι διάλεξες.
Δεν έπαιζε παιχνίδια. Δεν έδινε δεύτερες ευκαιρίες σε όσους δεν εκτίμησαν την πρώτη.
Δεν πούλησε ποτέ την ψυχή της για λίγη αποδοχή. Δεν έκρυψε τις ρωγμές της για να είναι αρεστή.
Εκεί μέσα, ήσουν καλοδεχούμενος μόνο αν ερχόσουν ολόκληρος. Με τα λάθη σου, τα σωστά σου, τις πληγές σου.
Μα με ειλικρίνεια. Με καθαρή καρδιά.
Γιατί το μόνο που ζητούσε, ήταν να μην πουλάς. Να μην την πουλάς, να μην συναλλάσσεσαι με τα συναισθήματα, το σπιτικό και τους ανθρώπους της.
Και να την κοιτάς στα μάτια. Όχι να παίζεις με την ψυχή της.