Γράφει η Φανή Θεοδώρου
Έχεις ποτέ συνειδητοποιήσει ότι οι μεγαλύτερες αλλαγές στη ζωή σου δεν ήρθαν απ’ την αγάπη, αλλά απ’ την απογοήτευση;
Δεν με πόνεσες.
Όχι, όχι όπως νόμιζες.
Δεν με γονάτισες. Δεν με διέλυσες. Δεν με τελείωσες.
Με ξύπνησες.
Ξύπνησα ένα πρωί και ένιωσα το κορμί μου άδειο, αλλά την ψυχή μου γεμάτη αποφάσεις. Ξύπνησα και ήξερα. Όχι επειδή μου το είπαν φίλοι, ούτε γιατί μου το φώναζε το ένστικτο τόσο καιρό. Ήξερα γιατί, επιτέλους, είχα ακούσει τον εαυτό μου.
Τόσον καιρό μιλούσε και τον είχα φιμώσει για να μη χαλάσει το παραμύθι που είχα χτίσει πάνω σου. Ξέρεις… εκείνο το παραμύθι που δεν έλεγες ποτέ «σ’ αγαπώ», αλλά εγώ το άκουγα ακόμα και στη σιωπή σου. Εκείνο που δεν ήσουν ποτέ εδώ, αλλά εγώ έβλεπα παντού σημάδια σου. Εκείνο που δεν έδινες τίποτα, αλλά εγώ τα ένιωθα όλα.
Δεν με πόνεσες. Εγώ με πλήγωσα, γιατί σε δικαιολόγησα. Γιατί σε πρόσεξα ενώ με παραμελούσες. Γιατί σ’ έμαθα απέξω, ενώ εσύ με κοιτούσες λες και ήμουν γρίφος γραμμένος σε άλλη γλώσσα.
Κι όταν τελικά ξύπνησα, δεν είχε κλάμα. Είχε μόνο ησυχία. Εκείνη την ησυχία που δεν χρειάζεται επεξήγηση. Που σημαίνει «αρκετά». Που σημαίνει «μέχρι εδώ». Που σημαίνει «συνέρχομαι».
Δεν φταίς. Δεν ήσουν ποτέ κάτι παραπάνω απ’ αυτό που μπορούσες να είσαι. Απλώς εγώ περίμενα περισσότερα από εσένα απ’ όσα μπορούσες να δώσεις. Κι αυτό ήταν το λάθος μου. Όχι εσύ.
Με ξύπνησες. Όχι με κραυγές, αλλά με την ανυπαρξία σου. Με εκείνη την κρύα απουσία σου που την ένιωθα ακόμα κι όταν καθόσουν δίπλα μου. Με τις μισές σου αλήθειες, τις σπασμένες υποσχέσεις, τις ατάκες που ήξερες ότι θέλω ν’ ακούσω αλλά ποτέ δεν ένιωθες.
Κι αυτό ήταν το τέλος σου.
Όχι γιατί σε μίσησα. Ούτε γιατί ήθελα να σε εκδικηθώ. Ήταν το τέλος σου γιατί εγώ ξεκίνησα. Και σε μια ιστορία όπου εγώ ξυπνάω, δεν έχεις πια ρόλο. Δεν σε χωράει το επόμενο κεφάλαιο. Δεν έχεις θέση σ’ αυτό που θα χτίσω τώρα.
Δεν με πόνεσες. Ήσουν απλώς ο καθρέφτης που με έδειξε όπως δεν ήθελα να με δω. Κι όταν με είδα, αποφάσισα να αλλάξω.
Εσύ πίστευες ότι θα με τελειώσεις.
Μα εγώ… απλώς άρχισα.