Γράφει ο Κωνσταντίνος Ρούσσος
Ξέρεις, το πιο βαρύ σε έναν έρωτα δεν είναι το να τελειώνει. Είναι το να μην τελειώνει ποτέ πραγματικά. Είναι αυτό το ατελείωτο «σχεδόν», το «ίσως», το «δεν ξέρω ακόμα». Είναι να μένεις εκεί, να παρατείνεις το αναπόφευκτο, να παγιδεύεις εσένα και τον άλλον σε κάτι που έχει ήδη πεθάνει, αλλά κανείς δεν έχει το θάρρος να το θάψει.
Και εσύ, δειλίασες. Δεν το είπες ποτέ. Δεν είχες τα κότσια να κοιτάξεις στα μάτια και να πεις «τέλος». Άφησες το τέλος να αιωρείται, να μας καταπιεί σιγά-σιγά, να μας πνίξει μέσα στις σιωπές και τις άδειες κουβέντες. Ήξερες. Ήξερες ότι δεν υπήρχε πια τίποτα να σώσουμε. Και όμως, έμεινες. Όχι από αγάπη, αλλά από φόβο.
Φόβος για τι;
Για το πώς θα είναι η ζωή χωρίς εμένα; Για το πώς θα αντέξεις να πεις το οριστικό «αντίο»; Ή μήπως για το ότι θα πρέπει να παραδεχτείς πως δεν είμαστε αυτό που πίστευες; Ό,τι κι αν είναι, σε κράτησε δέσμιο. Και μαζί με εσένα, κράτησε και εμένα.
Ξέρεις τι πονάει περισσότερο;
Όχι το τέλος. Αλλά το να βλέπω πως δεν είχες το θάρρος να το πεις. Να βλέπω πως προτίμησες να κρύβεσαι πίσω από δικαιολογίες, πίσω από σπασμένες στιγμές που προσπαθούσαμε να κολλήσουμε με κόλλα που δεν κρατούσε. Προτίμησες να αφήσεις το τέλος να έρθει μόνο του, σαν να μην είχες καμία ευθύνη γι’ αυτό.
Αλλά το «τέλος» είναι δύναμη.
Το να το πεις, να το παραδεχτείς, να το ζήσεις. Γιατί μόνο έτσι λυτρώνεις εσένα και τον άλλον. Μόνο έτσι δίνεις και στους δύο την ευκαιρία να ξεκινήσουν ξανά, χωρίς βαρίδια. Εσύ, όμως, δεν το έκανες. Δειλίασες. Και τώρα, αντί να είμαστε δυο άνθρωποι που προχώρησαν, είμαστε δυο σκιές που αιωρούνται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.
Δεν σου ζητούσα πολλά.
Δεν ήθελα να μου αποδείξεις τίποτα. Ήθελα μόνο ειλικρίνεια. Να πεις την αλήθεια σου, ακόμα κι αν πονούσε. Να πεις το «τέλος», ακόμα κι αν ράγιζε την καρδιά μου. Γιατί ξέρεις τι είναι χειρότερο από το να σε πονέσει κάποιος; Το να σε αφήνει να αιμορραγείς αργά, χωρίς να τελειώνει ποτέ.
Κι όμως, ακόμα κι αυτό, δεν το έκανες.
Και τώρα είμαστε εδώ. Σε μια σχέση που δεν υπάρχει, αλλά που κανείς δεν τολμά να τελειώσει. Σε μια ζωή που κινείται, αλλά που δεν πάει πουθενά. Εσύ, δειλός να πεις «τέλος». Εγώ, κουρασμένος να περιμένω. Και αυτό, ξέρεις, είναι το χειρότερο τέλος απ’ όλα. Το τέλος που δεν ειπώθηκε ποτέ.
Δείλιασες, αλλά εγώ δεν θα το κάνω.
Γι’ αυτό σου λέω εγώ τώρα αυτό που δεν είχες το θάρρος να πεις: Τέλος. Γιατί το τέλος δεν είναι το τέλος της ζωής. Είναι η αρχή για κάτι καινούριο. Και, ακόμα κι αν εσύ δεν τόλμησες να το πεις, εγώ τολμάω. Γιατί ξέρω πως, όταν κλείνεις μια πόρτα, ανοίγεις πάντα μια άλλη. Και εγώ είμαι έτοιμος να την περάσω. Εσύ;
#Τα Σαββατοκύριακα, ανήκουν στο Writing Lab. Στις ομάδες “βιωματικής” γραφής, εκεί που κάνουμε τις σκέψεις συναίσθημα και το συναίσθημα, λέξεις!