Αχ ρε μπαμπά.. Λίγο ακόμα ήθελα.
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.
Πέρασε καιρός που γράφτηκε τούτο… πέρασε και χρόνος πολύς πια που δεν έχω ξεστομίσει το “μπαμπά”.
Δεν πονάει τούτη μέρα λίγο πιο πολύ, γιατί δεν μπορεί να πονέσει πιο πολύ..
Οι μνήμες είναι που σκαλίζουν την πληγή..
Αχ ρε μπαμπά… λίγο ακόμα.. Λίγο πιο πολύ τώρα.
Τώρα που σε θέλω εδώ να σου μιλήσω. Τώρα που θέλω να σου πω πόσο δίκιο είχες όταν μου έλεγες “άσε τους νεκρούς να προχωρούν”.
Τώρα που θέλω να κλάψω χωρίς να καμουφλάρω τα δάκρυα πίσω από μια αλλεργία.
Τώρα που ο έρωτας κι η αγάπη είναι αληθινά κι εγώ θέλω να σου πω.. “τώρα ξέρω”.
Τώρα που οι σκάρτοι έχουν όνομα και πρόσωπο και εγώ μπορώ και τους κοιτάω στα μάτια.
Μου λείπεις μπαμπά.. γιατί δεν ξέρω αν ήσουν ο καλύτερος, ήσουν ο καλύτερος όμως, που μπορούσα να έχω ΕΓΩ.
Ιούνιος, 2015
Δεν πάει πολύς καιρός από ένα Σάββατο πρωί, που κάποιος μου είπε, «πολύ γλυκός ο πατέρας σου, προσέχει ακόμα τις παρέες σου.»
Δεν θυμάμαι τι ακριβώς του απάντησα, νομίζω κάποιο εξυπνακίστικο τσιτάτο, αλλά έκτοτε, ήταν σαν να άνοιξε μια χαραμάδα στο παρελθόν και έχουν βγει στην επιφάνεια στιγμές και εικόνες καταχωρημένες μεν, σχετικά ξεχασμένες δε.
Κάπου εκεί, στα 7-8, σε μια παρέλαση, εγώ φοράω ένα κίτρινο μπουφάν κι εκείνος κρατάει το χέρι μου σφιχτά μέσα στον κόσμο. Ασφάλεια. Μαγική έννοια για όλους, για μια γυναίκα ακόμα περισσότερο.
Λίγο πριν, λίγο μετά, το πρώτο μου ταξίδι που θυμάμαι με αεροπλάνο. Γυρνούσαμε από Κέρκυρα και «ένιωθα καρφίτσες στ’αυτιά μου» κλαίγοντας στην αγκαλιά του. Βάλσαμο εκείνη η αγκαλιά.
Έκτοτε ταξιδέψαμε πολύ μαζί. Γυρίσαμε όλη την Ευρώπη εις διπλούν και εξαντλήσαμε το μεγαλύτερο κομμάτι της Αμερικής. Έμαθα τις συνήθειές του που σαν παιδί με εκνεύριζαν και τώρα στα 36 μου τις έκανα κτήμα μου. Πάντα στο αεροδρόμιο 2-3 ώρες νωρίτερα, πάντα παράθυρο και άλλα τέτοια. Κι έχω ακόμα στ’ αυτιά μου μια φράση του, Πρωτοχρονιά του 1993 στην Ελβετία «δες τα τώρα, μαζί μου, μην παντρευτείς κάποιον που δεν θα μπορεί και τον πρίξεις τον άνθρωπο».
Ναι, για εκείνον, δεν είχε σημασία ποτέ τι θα είχε, πόσα θα είχε, σημασία είχε «να μπορείς να γελάς».
Είχα την ευλογία να κάνω πολλά πράγματα με τον πατέρα μου. Δουλέψαμε μαζί, μεγαλώσαμε μαζί, ζήσαμε μαζί. Μάθαμε να μιλάμε την ίδια γλώσσα και να διαβάζουμε τις ίδιες σιωπές. Ήξερε ότι «πήγαινε με βόλτα γύρω γύρω», κοινώς Πειραϊκή – Ζέα – Πασαλιμάνι για να καταλήξουμε στο Saint Paul σήμαινε ότι πρέπει να χάσω την πρώτη ώρα. Και το έκανε. Χωρίς να ρωτάει. Γινόταν partner in crime.
Όπως κι εγώ δεν ζήτησα ποτέ επεξηγήσεις όταν μου έλεγε για κάποιον «δεν λέει και πολλά ε;». Ήξερα. Χωρίς πολλά λόγια.
Κι αυτό μπορεί να μοιάζει ρόδινο κι ανέμελο μέσα από τα κοινότυπα τσιτάτα της «κόρης για το μπαμπάς της» όμως η αλήθεια είναι πως αυτή η σχέση έχει και σελίδες που πονάνε. Είναι εκείνος ο πιο σκληρός κριτής. Είναι εκείνος που τελευταίος θα καταλάβει, αν το καταλάβει ποτέ, πως μεγάλωσες. Είναι εκείνος που αρνείται να σταματήσει να είναι ο κυμματοθραύστης σου κι όταν δεν μπορεί πια, τότε θυμώνει. Κι εσύ δεν καταλαβαίνεις τι έχεις κάνει λάθος. Γιατί σου την λέει για όλα.
Γιατί τίποτα δεν είναι αρκετό. Γιατί;
Οι διαμάχες μεταξύ πατέρας και κόρης μπορούν να είναι τόσο σκληρές που θα νομίζεις πως αυτοί οι δυο άνθρωποι μισιούνται. Κι όμως, πράξη αγάπης είναι ακόμα κι αυτό το ξέσκισμα ψυχής.
Μην ανησυχείς, δεν έπαψες να είσαι το κοριτσάκι του. Την αδυναμία του κρύβει. Ακόμα σε προσέχει, σε φροντίζει, σε νοιάζεται αλλά το καμουφλάρει. Του φοράει λέξεις πολλές φορές υπερβολικές. Φοβάται. Και δεν θα στο πει ποτέ.
Φοβάται και δεν πρέπει να του δείξεις πως το ξέρεις.
Δεν ξέρω τι είναι για τους άντρες ο πατέρας τους. Μπορώ να σου πω τι είναι για μια γυναίκα, ένας καλός πατέρας.
Είναι η ισορροπία της. Είναι ο άντρας που θα προσπαθήσει να βρει και να μοιραστεί την ζωή της. Κι όταν δεν μπορέσει να το βρει, θα βάλει τον γιο της να περπατήσει πάνω σε αυτά τα βήματα.
Για μια γυναίκα, ο καλός πατέρας, είναι η ασφάλεια και η δύναμή της.
Είναι η αγκαλιά που θα αναζητάει για να μπει μέσα. Ξέρει πως το «σ’αγαπώ» θα το ακούσει σπάνια, ίσως και ποτέ. Θα το νιώθει όμως κάθε μέρα. Θα το νιώθει κάθε στιγμή. Είναι η ανάγκη της να έχει την ψευδαίσθηση της απόλυτης ελευθερίας ενώ εκείνος της έχει δώσει τόσες γερές ρίζες που όσο κι αν περιπλανηθεί, θα ξέρει πάντα τον δρόμο να γυρνάει πίσω.
Είναι ο από μηχανής θεός της που δεν χρειάζεται να επικαλεστεί. Δεν χρειάζεται να ζητήσει την παρουσία του. Είναι εκεί κι έχει δώσει την λύση.
Είναι εκείνος που ένα μεσημέρι του Ιούλη, θα της πουν ότι φεύγει και το μόνο που θα μπορέσεις να πεις είναι «όχι ακόμα». Ποτέ δεν θα είναι έτοιμη να τον αποχωριστεί. Θα ζητάει πάντα ακόμα λίγο. Κι αν είναι αρκετά τυχερή, αν η μοίρα την έχει ευλογήσει, κάποιος θα ακούσει την παράκλησή και θα δώσει λίγο ακόμα χρόνο για να προλάβει να γεμίσει με μνήμες.
Λίγο ακόμα χρόνο με αυτόν που στην ζωή θα είναι αναντικατάστατος μέχρι να προλάβει να βρει «εκείνον» που θα πλησιάσει να την κάνει να νιώσει έτσι.
Γιατί νομίζετε άλλωστε πως κάθε γυναίκα, όποιας ηλικίας, όσο δυναμική κι ανεξάρτητη κι αν είναι θα χαμογελάει πάντα όταν την λένε «κοριτσάκι μου».
LoveLetters