Γράφει ο Δημήτρης Ξυλούρης
Πάντα με γοήτευαν οι γυναίκες που δεν έψαχναν σωτήρες.
Εκείνες που ήξεραν την αξία τους χωρίς να την φωνάζουν.
Που δεν περίμεναν κάποιον να τις ολοκληρώσει, γιατί είχαν ήδη μάθει να στέκονται ακέραιες στα δικά τους πόδια.
Γοητευόμουν από εκείνες που, με τον τρόπο που τις κοιτούσες, σου μάθαιναν σεβασμό.
Που χαμογελούσαν ακόμα κι όταν μέσα τους πονούσαν.
Που έπεσαν, διαλύθηκαν, μα σηκώθηκαν πιο αληθινές από ποτέ.
Γυναίκες που δεν αγάπησαν για να δεθούν, αλλά για να απλωθούν.
Που δεν σκλάβωναν, δεν περιόριζαν, δεν δίσταζαν να αφήσουν χώρο και φως στον άλλον.
Με μάγευαν εκείνες που δεν χρειαζόταν να πουν πολλά για να νιώσεις τα πάντα.
Που μέσα από το βλέμμα τους καταλάβαινες πότε είναι ευτυχισμένες και πότε απλώς αντέχουν.
Γυναίκες που περπάτησαν μέσα σε καταιγίδες, κράτησαν τον πόνο τους κρυφό και συνέχισαν να χαμογελούν στους δρόμους.
Που, χωρίς να το ξέρουν, σε έκαναν να βλέπεις τον κόσμο αλλιώς.
Εκείνες που μέσα από την ύπαρξή τους σε γύριζαν πίσω στον δικό σου εαυτό.
Που όταν ήταν “μαζί”, δεν ένιωθες ότι έχανες κάτι από σένα. Αντίθετα, έκτιζες γέφυρες πάνω από τους γκρεμούς.
Κι εσύ…
Εσύ ήσουν όλα αυτά.
Και κάτι περισσότερο.
Δεν ήσουν το λιμάνι που έψαχνα.
Ήσουν το πέλαγος που άξιζε να χαθώ.
Με γοητεύουν γυναίκες σαν εσένα.
Γι’ αυτό κι όσο κι αν χρειάστηκε να περιμένω, άξιζε(ς).