Γράφει η Ιωάννα Παυλίδου
Πόσες φορές μπορεί να ειπωθεί αυτή η φράση, χωρίς να τσακίσει κάτι μέσα σου; «Μόνο φίλοι.» Σαν να είναι μια απόφαση κοινή, μια συμφωνία σιωπηρή που και οι δύο ξέρουμε πως δεν είναι αλήθεια. Γιατί δεν είμαστε ποτέ μόνο φίλοι.
Σου κρατάω το χέρι όταν περνάς δύσκολα, σου χαμογελάω στις νίκες σου και μένω ξάγρυπνη τα βράδια να ακούω τις ανησυχίες σου. Και εσύ; Εσύ έχεις αυτόν τον τρόπο να με κοιτάς, που κάνει τα πάντα γύρω να σβήνουν. Πώς γίνεται να το λέμε αυτό «φιλία»;
Ξέρεις τι είναι το πιο οδυνηρό; Το ότι κρυβόμαστε πίσω από αυτές τις λέξεις. Δεν τολμάμε να παραδεχτούμε ότι κάτι άλλο υπάρχει, κάτι πιο βαθύ, πιο αληθινό. Ίσως γιατί φοβόμαστε να χαλάσουμε αυτό που ήδη έχουμε. Ίσως γιατί ξέρουμε ότι, αν δοκιμάσουμε και αποτύχουμε, δεν θα έχουμε ούτε αυτή τη «φιλία» να μας κρατάει.
Κι έτσι, μένουμε εκεί. Στο «μόνο φίλοι». Μιλώντας για άλλους, προσπαθώντας να αγνοήσουμε την ένταση που υπάρχει κάθε φορά που τα βλέμματά μας συναντιούνται λίγο παραπάνω απ’ όσο πρέπει.
Αλλά, πες μου, πού είναι η φιλία σε αυτό; Στη σιωπή που γεμίζει τα κενά όταν καταλαβαίνουμε πως νιώθουμε κάτι παραπάνω; Στη στιγμή που λες πως δεν πειράζει να είμαστε έτσι, ενώ βαθιά μέσα σου πονάει;
Άλλη μια φορά που «μείναμε μόνο φίλοι». Κι άλλη μια φορά που δεν τολμήσαμε να δούμε τι θα μπορούσαμε να γίνουμε. Κι έτσι, μένουμε στις λέξεις. Στα όρια. Και στην πιο θλιβερή φράση που μπορώ να πω στον εαυτό μου: «Είσαι το μεγαλύτερο “αν” της ζωής μου.»