Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Εκείνος μονάχος και προδομένος και εκείνη πιο μόνη, δυο μοναξιές επικίνδυνα εύφλεκτες. Παιχνίδια και οι δυο τους στα χέρια μιας μοίρας που τους ετοίμαζε κάτι που ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δεν το φαντάζονταν. Δεν σκόπευε να τους ρωτήσει η μοίρα, απλά τους έσπρωχνε, τους πήγαινε, χωρίς να ξέρουν που. Και εκείνοι αφέθηκαν στα χέρια της!
Γιατί έτσι είναι οι μοίρες, δεν σε ρωτάνε!
Είχε περάσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι με συναισθήματα περίεργα, με βλέμματα φωτιές, με μια έλξη ανεξήγητα δυνατή.
Ένα ολόκληρο καλοκαίρι με τους δυο τους να ψάχνονται μέσα τους, να ερμηνεύουν, να πιέζουν όλα αυτά που ξεχείλιζαν και να προσπαθούν να τα βάλουν σε μια λογική σειρά, να τα τιθασεύσουν, να τους φορέσουν αλυσίδες βαριές και να τα φυλακίσουν. Ένα ολόκληρο καλοκαίρι να προσπαθούν να γίνουν φίλοι, να μείνουν απλά φίλοι. Γιατί δεν έπρεπε να είναι κάτι άλλο.
Να προσπαθούν να πνίξουν τα “θέλω” τους γιατί δεν έπρεπε να θέλουν, να προσπαθούν να κρύψουν γιατί δεν έπρεπε να δείξουν τι ένοιωθαν.
Αυτοί οι δυο όμως δεν ήταν πλασμένοι για να μείνουν φίλοι, τίποτα φιλικό δεν υπήρχε ανάμεσα τους. Αυτοί οι δυο ήταν φωτιά με φωτιά, ήταν μια πυρκαγιά που θα έπαιρνε ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Άλλωστε, πότε τα “πρέπει” νίκησαν τα “θέλω”; Πότε η φωτιά σταμάτησε με φωτιά;
Τα θέλω που μέρα με την μέρα γίνονταν θηλιές, μέρα με την μέρα δυνάμωναν, γινόταν τεράστια, κάνανε φασαρίες, γίγαντες γινόταν, που απειλητικά τραβούσαν τις αλυσίδες τους να τις σπάσουν, να ελευθερωθούν!
Ώσπου έφτασε η μέρα!
Εκείνη την ημέρα , είχε χαθεί ο έλεγχος, λογική δεν υπήρχε, οι αλυσίδες έσπασαν! Εκείνο το βράδυ, μύριζε πάθος και πόθο. Εκείνο το ξημέρωμα όλα αυτά που είχαν κλειδωμένα μέσα τους είχαν εξεγερθεί, είχαν παραβιάσει τις πόρτες και έμοιαζαν με δραπέτες που το έσκαγαν από τα κελιά τους όπως όπως, άτακτα, ανεξέλεγκτα!
Εξέγερση!
Η αφορμή είχε δοθεί λίγες ώρες πριν. Ένα “μου αρέσεις πολύ” που του είπε, ήταν ο λόγος που τα “συναισθήματα κρατούμενοι” έγιναν “συναισθήματα δραπέτες”.
Ήταν η ώρα πια. Ναι! Δεν γινόταν να τα κρατήσουν άλλο. Τόσο μπόρεσαν, τόσο άντεξαν!
Από νωρίς εκείνο το βράδυ βρισκόταν σε μια μεγάλη παρέα, μιλούσαν, αστειευόταν, το έπαιζαν άνετοι. Όμως, κάθε φορά που το βλέμμα τους συναντιόταν, οι παλμοί ανέβαιναν επικίνδυνα, οι καρδιές τους πηγαίναν να σπάσουν. Αμήχανα άνετοι!
Ώσπου μείνανε οι δυο τους. Αυτός και εκείνη, σε ένα παγκάκι. Ο ένας διπλά στον άλλον, με τους “δραπέτες” ελεύθερους, τους “φύλακες” εξουδετερωμένους, τα θέλω τους να οπλοφορούν και να ισοπεδώνουν κάθε πρέπει στο διάβα τους.
Δεν χρειαζόταν λόγια, περιττά ήταν! Ένα “και έμενα μου αρέσεις πολύ” που της είπε, ήταν αρκετό.
Τα σώματα κόλλησαν, τα χείλη ενώθηκαν, τα χέρια ταξίδεψαν, εξερεύνησαν, οι ανάσες ελάχιστες και βαριές. Καμιά αντίσταση, κανένα πρέπει, κανένας θεός δεν μπορούσε να τους σταματήσει τώρα!
Επιτέλους! Λύτρωση!
Η αρχή έγινε.
Η παράσταση τους μόλις ξεκίνησε.
Συνεχίζεται..