Κάθε φορά που φεύγεις, παίρνεις κι ένα κομμάτι από μένα…
Γράφει ο Κωνσταντίνος Καρύδης
Σου είπα σήμερα ότι δεν μου αρέσει που μπαινοβγαίνεις στην ζωή μου όλη την ώρα. Μου απάντησες πως δεν θα το έκανες αν δεν είχα αφήσει ανοιχτή την πόρτα μου. Και τότε σε κοίταξα βαθιά στα μάτια. Είχες δίκιο, για ακόμα μια φορά. Και η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσα να την κλείσω αυτή την πόρτα. Προσπάθησα χιλιάδες φορές μα κάθε φορά σκεφτόμουν ότι ίσως γυρίσεις και ίσως με χρειαζόσουν. Όσο κι αν βλαστημούσα κάθε φορά που σε έβλεπα να διαβαίνεις το κατώφλι της πόρτας μου, η καρδιά μου ήταν αυτή που χτυπούσε σαν τρελή και τα μάτια μου αυτά που έλαμπαν. Καμία απολύτως προσπάθεια των χεριών μου να στην κλείσουν.
Μια μέρα την έκλεισα. Δειλά-δειλά βέβαια, μην το ακούσεις. Και απομακρύνθηκα από τον χώρο γρήγορα, βιαστικά. Ξέχασα να κλειδώσω όμως. Ακόμα και τώρα δεν γνωρίζω αν ήταν επίτηδες ή καταλάθος. Όπως πάντα βρήκες τον τρόπο σου. Δεν παραξενεύτηκες που ήταν κλειστή, έκανες ότι μπορούσες να την ανοίξεις, κακά τα ψέματα, δεν θα σου ήταν δα και δύσκολο. Και ίσως έπρεπε να το περιμένω. Ξέρεις την πόρτα μου περισσότερο από τον καθένα. Ίσως και να ξαφνιάστηκα αντικρύζοντας σε, μα αμέσως ένιωσα ζωντανή μόλις στάθηκες απέναντι μου και το άρωμα σου γέμισε τα ρουθούνια μου.
Αμέλησα βέβαια να σου αναφέρω να αφήνεις ότι παίρνεις πριν ξαναφύγεις. Και φυσικά εσύ δεν το έκανες, δεν γνωρίζω καλά καλά αν ήξερες τι έχεις πάρει μαζί σου. Και κάπως έτσι κάθε φόρα που έφευγες ξεχνούσες να αφήσεις αυτά τα κομμάτια της ψυχής μου, που σου πρόσφερα κάθε μαγικό βράδυ που μου χάριζες. Τα έπαιρνες μαζί σου και για ακόμα μια φορά έμπαινα στην διαδικασία να σκεφτώ, αν πρέπει να κλειδώσω τελικά αυτή την πόρτα.
Η αλήθεια είναι ότι ακόμα ούτε την έχω κλείσει ούτε την έχω κλειδώσει. Και ενώ εξακολουθείς να παίρνεις ένα κομματάκι μου κάθε φορά, εγώ φροντίζω και θα φροντίζω να σου δίνω κάθε φορά ένα. Γιατί είσαι ο μόνος άνθρωπος που θέλω να του τα δώσω.