Η δειλία δεν αρμόζει στον έρωτα, κι εγώ δεν συμβιβάζομαι.
Γράφει ο Μιχάλης Στεφανίδης
“Ένα καφέ παρακαλώ. Και ένα τσιγάρο.”
Όχι, όχι δύο τσιγάρα. Κάπως πρέπει να πάει κάτω το φαρμάκι. Άλλη μια μέρα που σπατάλησα τόση ενέργεια γύρω σου.
Τα πάντα είναι χλωμά και άχρωμα. Όλο βρέχει τις τελευταίες μέρες. Ο ουρανός έχει μονίμως τις μαύρες του.
Το κρύο εξαπλώνεται. Νιώθω πως ο καιρός συμπάσχει με την λύπη μου. Κάτι τέτοιες μέρες θα ήθελα να βρισκόμαστε μαζί.
Στο αμάξι, στον γνωστό λόφο να ακούμε την αγαπημένη σου μουσική.
Είχες την δυνατότητα να κάνεις την κάθε μου μέρα πιο ζωντανή, πιο όμορφη.
Και τώρα έμεινα μόνος μου να παλεύω με το κενό που άφησε η απουσία σου.
Μπορείς να έρθεις για λίγο; Η καρδιά μου νιώθει μόνη. Προσπαθώ να κρατηθώ μακριά σου.
Να μην σε καλέσω.
Σκέφτομαι πως μάλλον πρέπει να σε αφήσω στην αγαπημένη σου ησυχία. Μα σήμερα, ή αν όχι σήμερα αύριο, θα σου στείλω ένα μήνυμα. Θα προσπαθήσω, πιθανόν για τελευταία φορά, να κολλήσω τα σπασμένα. Θέλω να δω αν και εσύ με την σειρά σου θα με βοηθήσεις να τα μαζέψω έστω από το βρεγμένο χώμα.
Από εκεί και πέρα είμαι διατεθειμένος να τα κάνω όλα μόνος μου αν χρειαστεί. Αλλά χρειάζομαι να ξέρω πως θα είσαι δίπλα μου σε αυτό. Παρόλα αυτά με βασανίζει η σκέψη ότι ίσως κάποιος άλλος τώρα πατάει τα κομμάτια μας για να βρεθεί κοντά σου. Με πονάει και με θλίβει.
Αναρωτιέμαι αν μίλησες στους φίλους σου για μένα ποτέ. Εγώ σε αναφέρω καθημερινά. Νομίζω κουράστηκαν να με βλέπουν να πονάω για τα δικά σου μάτια.
Αναρωτήθηκες άραγε ποτέ σου αν θα μπορούσαμε να έχουμε διαφορετικό τέλος. Ίσως ένα τέλος που αρμόζει σε δυο ανθρώπους που πόθησαν τόσο πολύ ο ένας τον άλλον; Αν όχι, τότε έχεις τα συγχαρητήρια μου.
Πράγματι δεν δένεσαι με τους ανθρώπους, όπως ακριβώς μου είχες πει στις αρχές. Και αν ισχύει αυτό μωρό μου, να ξέρεις ότι καλύτερα που τελείωσε. Γιατί η δειλία δεν αρμόζει στον έρωτα. Και εγώ δεν θα μπορούσα να συμβιβαστώ με τίποτα λιγότερο μαζί σου.
Πάλι βρέχει. Ένα καφέ παρακαλώ. Και ένα τσιγάρο..