Η τελευταία φορά που έκλαψες ήταν από υπερπροσπάθεια ή από απελπισία;
Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Ώρες τώρα κάθομαι σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα, αντίκρυ στο παράθυρο και φαντάζομαι ότι απέναντί μου, μες το μαύρο σκοτάδι είσαι κι εσύ. Κάθομαι σκυφτός λες κι έχω σηκώσει όλες τις αμαρτίες του κόσμου στη πλάτη μου.
Λες και με βαραίνουν τ’αμαρτήματα όλων εκείνων που αγάπησαν δίχως ν’αγαπηθούν ποτέ.
Το βλέμμα μου “κενό”.
Έχει βαλθεί να σχηματίσει τη μορφή σου κι απόψε.
Έχουν κυριολεκτικά κρεμαστεί τα μάτια μου, πάνω σου.
Δεν μπορώ να τα κατευθύνω, μήτε να τα πάρω από την όψη σου.
Έχουν επαναστατήσει κι αυτά εναντίον μου.
Είμαι ανήμπορος για οτιδήποτε πια.
Σπατάλησα μέχρι και τα τελευταία ψήγματα φαιάς ουσίας που είχα στο κεφάλι μου.
Τα πάντα με ωθούν σε σένα. Τα πάντα. Είμαι “καθαρός” στ’ορκίζομαι.
Η τελευταία δόση της μυρωδιάς σου, “καθάρισε” μέχρι και την ελάχιστη αμφιβολία που είχα για σένα.
Θα μπορούσα ολημερίς κι ολονυχτίς να ακολουθώ τη μυρωδιά σου, αρκεί κάποια στιγμή να με οδηγούσε στη γυμνή σου όαση.
Αρκεί κάποια στιγμή να μπορούσα να σμιλέψω, με τα ίδια μου τα χέρια, το κορμί σου.
Για την καρδιά μου; Σου έχω μιλήσει ποτέ, για τη λυσσασμένη καρδιά μου; Είναι κι αυτή έρμαιο κάθε κίνησής σου.
Πάσχει από την ίδια ασθένεια που πάσχουν και τα μάτια μου.
Αλλά τώρα, έχουν αρχίσει και κλείνουν τα μάτια μου.
Καταβάλω μεγάλη προσπάθεια, για να τα κρατήσω ανοιχτά.
Δεν θέλω να τα κλείσω όμως. Φοβάμαι. Φοβάμαι μη χάσω τη μορφή σου, που με τόσο κόπο έφτιαξα.
Τρέχουν δάκρυα από την υπερπροσπάθεια. Είναι υγρά κι απελπισμένα, τα μάτια μου τώρα.
Εσύ; Η τελευταία φορά που έκλαψες ήταν από υπερπροσπάθεια ή από απελπισία;