Δεν με προετοίμασες για τις γρατζουνίες της ψυχής, ρε μάνα..


Γράφει η Λία Ευαγγελίδου.
Ποιος άραγε δεν έχει ταξιδέψει πίσω στην παιδική του ηλικία;
Με επιπόλαια τραύματα σε χέρια και σε πόδια.. Πέφταμε, χτυπούσαμε, κλαίγαμε για τις γρατζουνιές στο σώμα μας κι ερχόταν η μαμά μας να μας βάλει το λεγόμενο “κόκκινο” να περάσει.
Πόσο κρατούσε ο πόνος;
Πέντε – δέκα λεπτά, άντε μισή ώρα το πολύ. Μετά χαρούμενοι πάλι βγαίναμε στην αλάνα για να συνεχίσουμε το παιχνίδι κι είχαμε ξεχάσει τον πόνο μας.
Πάει πέρασε…
Μάνα, δεν με προετοίμασες όμως για τις γρατζουνιές στην ψυχή…
Γιατί ρε μάνα;
Πονάνε οι άτιμες και δεν περνάνε…
Μπορεί να λιγοστεύει ο πόνος, κάποιες φορές. Αλλά όταν επιστρέφει είναι ακόμα πιο επώδυνος.
Τι να βάλω πάνω της, μάνα, να καταλαγιάσει ο πόνος; Να φύγει, να μην ξαναγυρίσει…
“Σώπα κορίτσι μου”, μου λες.
“Με αγάπη θα φύγει ο πόνος”…
Και πού είναι η αγάπη ρε μάνα;
Γιατί αργεί;
“Σώπα γλυκιά μου, θα έρθει την κατάλληλη στιγμή”…
Και πότε είναι η κατάλληλη στιγμή, μάνα;
Όταν δεν θα έχω καθόλου ψυχή;
Όταν τα κομμάτια της δεν θα μπορούν να ενωθούν πλέον;
Δεν ξέρουν οι άνθρωποι να αγαπάνε πια, μάνα.
Συναλλαγή κατάντησε ο έρωτας.
Μόνο που αυτή η συναλλαγή δεν είναι δίκαιη.
Μόλις δίνεις, ο άλλος τα παίρνει και φεύγει… Και απλά μαζεύεις τα ψίχουλα που άφησε πίσω του για να μπορέσεις να ξεγελάσεις την πείνα της ψυχής σου.
Αλλά δεν χορταίνει με ψίχουλα η ψυχή.
Κουράστηκα, μάνα…
Δεν θέλω να κυνηγάω τίποτα πια.
Όποιος θέλει να μείνει, ας μείνει.
Όποιος θέλει να φύγει, η πόρτα είναι ανοιχτή.
Βαρέθηκα να τρέχω πάντα πρώτη και να ανακαλύπτω ότι τρέχω μάταια.
Όχι άλλο τρέξιμο. Θέλω να καθίσω.
Ας έρθει η αγάπη να με βρει…