Γράφει ο Άγγελος Μοναχικός
Σκεφτόμουν σήμερα έναν άνθρωπο τον οποίο και γνώρισα από τον κόσμο του διαδικτύου.
Ξέρει ότι αυτό που κάνω ετούτη την στιγμή το κάνω μόνο για μένα.
Ξέρει ότι οι βλέψεις μου δεν ξεπερνούν το πρώτο μου βήμα και τίποτα δεν ανθίζει πέρα του βλέμματός μου.
Γνωρίζει πολύ καλά την κυριαρχία της μοναξιάς, όπως και το γεγονός να σε περιβάλλουν λευκές μπλούζες και να μην σε επισκέπτεται κανείς.
Να κοιμάσαι και να ξυπνάς δίχως να ανασαίνεις και όλα τα εμπρός αμφίδρομα πίσω.
Και κάθε φορά ένα εξιτήριο ακόμη.
Όχι δεν μου τα είπε ποτέ, με την φαντασία μου έφτιαχνα τα σενάρια της ζωής του, βίωνα τον πόνο του σαν να ‘τανε δικός μου.
Όχι δεν μου τα είπε ποτέ, με την φαντασία μου έφτιαχνα τα σενάρια της ζωής του, βίωνα τον πόνο του σαν να ‘τανε δικός μου.
Το πρώτο μήνυμα που μου είχε στείλει μιλούσε για τα βουνά που ζουν αγέρωχα εκεί ψηλά,μιλούσε για θάλασσες που σε πετούσαν μακριά και σε βάφτιζαν ωκεανό για να γευτείς την αλμύρα τους.
Περιέγραφε τα πουλιά σαν αδάμαστους Αγγέλους όπου η ζωή τους δεν τελείωνε και όλα μαζί τα έκανε ουρανό, να κατέβει και να περπατήσει επάνω στα όσα του στέρησε η ανίατη αρρώστια του.
Έβαζε κάτω ένα μικρό δάκρυ τυλίγοντας τα να μην τα χάσει.
Έβαζε κάτω ένα μικρό δάκρυ τυλίγοντας τα να μην τα χάσει.
Απάντηση δεν πήρε σε αυτό το μήνυμα, ο πόνος του με βύθισε τόσο πολύ που πνίγηκαν όλες μου οι λέξεις.
Κι όμως φορές που νιώθεις σωπαίνεις.
Τον άκουγα που σπάραζε στα γιατί, κι έμενα σιωπηλός ακούγοντας.
Σήμερα μου είπε κάποτε θα γράψω κάτι όπως κάνεις εσύ ρε φίλε.
Πάλι θα γράψεις του λέω;
Μα δεν έγραψα και ποτέ, μου απάντησε.
Και πιάνω και του στέλνω το πρώτο μήνυμα που μου είχε στείλει.
Με την εξής διαφορά.
Έβαλα χρώματα στους κάμπους.
Έδωσα πνοή στους ουρανούς.
Έβαλα χρώματα στους κάμπους.
Έδωσα πνοή στους ουρανούς.
Και έβαλα τον ίδιο να καλπάζει στα βουνά.
Μόνο που δεν κατάφερα να σβήσω το δάκρυ, αν και τόσο μικρό έκρυβε τεράστια δύναμη μέσα του.
Ίσως και να ήταν εκείνο που μας ένωνε.
Ίσως και να ήταν εκείνο που μας ένωνε.
Από μια άγνωστη γνωριμία.
Υγεία εύχομαι…