Πόσο σε ξεγέλασαν άνθρωπε κι έγινες έτσι;
Γράφει η “Κλεψύδρα”
Πώς πρέπει να ΄ναι ο άντρας, η γυναίκα.
Πού να φάμε και να ντυθούμε και όλο λόγια λόγια και καυγάδες, εγωισμός και τέλος το παραμυθάκι.
Γελάει η ζωή και ο χρόνος. Δεν είσαι οι γονείς σου, τα παιδιά σου δεν είναι εσύ και τα παΐδια μας θα είναι άλλα.
Άλλα προτερήματα, άλλα ελαττώματα.
Όλο το σκυλολόι της κριτικής σου έκλεισε τα μάτια.
Άνθρωπος ο άντρας, άνθρωπος η γυναίκα, άνθρωπος το παιδί σου.
Κοίτα κάτι πράγματα.
Όλο παραξενιές και δηθενιές και ποιος είναι ο καλύτερος . Δε βαρέθηκες;
Τα μάτια, τα ξέχασες τα μάτια. Τα μάτια τα πεινασμένα δεν έχουν φύλο!
Τα μάτια τα κλαμένα δεν έχουν φύλο.
Γιατί τα δικά σου να ‘χουν; Γιατί η αλαζονεία σου να με γονατίζει ή να τρέμω ;
Εφήμερος είσαι και συ. Εφήμερος.
Δε κάνει η λήθη μανάρι μου εξαιρέσεις, το σύμπαν είναι ο λόγος της ταπεινότητας.
Ξέρω γιατί τα κάνετε και συ και οι άλλοι!
Γιατί βρίζετε, κακολογείτε. Ξέρω, γιατί διαχωρίζετε, γιατί το παίζετε ανώτεροι.
Φοβάστε να παραδεχθείτε ο,τι είστε ίδιοι! Είστε το ίδιο άνθρωποι, το ίδιο ευάλωτοι, το ίδιο συναισθηματικοί και γελοίοι!
Το ίδιο κενοί και παγωμένοι. Πόσο σας γέλασαν;
Πόσο; Σας είπαν πως έτσι θα είστε δυνατοί. Τα τείχη σας είναι φτιαγμένα από τον χειρότερο εχθρό σας και έτσι αμπαρωμένοι χάνετε τη γλύκα της ύπαρξης.
Και όσο πλησιάζεις τόσο τα ξεχωρίζεις.