Γράφει η Αριάδνη
Με το που γύρισε σπίτι από τη δουλειά, του στέλνει μήνυμα : «Καλησπέρα. Όλα καλά;»
«Χαμός γίνεται. Άνοιξαν οι ουρανοί και ρίχνουν νερό και χαλάζι. Οδηγάω .. » της απαντάει.
«Να προσέχεις. Τα λέμε μετά.» του αποκρίνεται βιαστικά κι αφήνει το κινητό της στο τραπεζάκι.
Έρχεται κι άλλο μήνυμα.
«Γιατί συνεχίζει να γράφει αφού οδηγάει με τέτοιο παλιόκαιρο; Θα τα πούμε μετά είπαμε!» μουρμουρίζει εκνευρισμένη και ξαναπαίρνει το κινητό στα χέρια της.
«Σε μία ώρα. Έρχομαι να σε πάρω. Να είσαι έτοιμη.» διαβάζει και μένει ακίνητη.
Θα έπαιρνε όρκο ότι για δευτερόλεπτα σταμάτησε η καρδιά της, η ανάσα της, το μυαλό της.
Για δευτερόλεπτα.. κι αμέσως μετά όλα στο peak τους.
Η καρδιά της να πιάνει τους 200 παλμούς, η ανάσα της να βγαίνει λαχανιασμένη και το μυαλό της να τρέχει με χίλια.
«Πλάκα μου κάνει. Έρχεται; Πώς έρχεται; Δεν μπορεί να ‘ρθει. Είναι όλα κλειστά. Όχι ανοίξανε. Μπορεί. Αλήθεια τώρα έρχεται; Και που θα πάμε; Δεν μπορώ να πάρω και τηλέφωνο γαμώτο να τον ζαλίσω με τις ερωτήσεις μου, αφού οδηγάει με τέτοιο χαλασμό.» παραμιλάει μονάχη της καθώς ετοιμάζεται.
Ετοιμάζεται! Εκείνος έρχεται κι εκείνη ετοιμάζεται να τον συναντήσει.
Τώρα γίνεται ολόκληρη ένα χαμόγελο και τα μάτια της γυαλίζουν από ευτυχία! Σίγουρα δεν της κάνει πλάκα. Ποτέ δεν θα της έκανε μια τόσο άσχημη πλάκα. Δεν παίζουν μ’ αυτά τα πράγματα!
Και σίγουρα δεν την νοιάζει και που θα πάνε. Ποτέ δεν την ένοιαζε. Θάλασσα, βουνό, για καφέ, για φαγητό, όπου, ό,τι, αρκεί να είναι μαζί. Αυτό φτάνει!
Είναι έτοιμη. Κοιτάζεται στον καθρέφτη και ξέρει ότι ποτέ ξανά δεν ήταν τόσο όμορφη ή τόσο ευτυχισμένη, το ίδιο κάνει!
Ακούγεται πάλι το κινητό της, ήρθε μήνυμα : «Κατέβα.»
Παίρνει την τσάντα της, ρίχνει μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, τού σκάει το πιο φωτεινό της χαμόγελο και κλείνει την πόρτα πίσω της.
Κατεβαίνει τις σκάλες, πηγαίνει στο αυτοκίνητό του, κάθεται στη θέση δίπλα του και τον κοιτάζει στα μάτια.
Έφτασε στο σπίτι της!