Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Και σκέφτομαι τι είναι αυτό που με κάνει να σε θέλω τόσο πολύ.
Η παιδικότητα σου ή ο ανδρισμός σου;
Η και τα δύο μαζί;
Ή ο έρωτας που διαχέετε απ’ το αίμα σου.
Γιατί με έχεις κάνει να σε θέλω πολύ, τόσο που δεν μπορώ να ανασάνω.
Τόσο που δεν μπορώ να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου.
Όλη την μέρα επάνω σου κυλιέμαι, όλη την νύχτα μέσα σου χώνομαι.
Σε ένιωσα τόσο απ’ την πρώτη στιγμή, απ’ την ώρα που με κοίταξες στα μάτια.
Σε νοιώθω τόσο δυνατά που όλη μέρα χτυπάει η καρδιά μου ακατάπαυστα.
Τα θέλω μου όλα χτυπημένα στα κόκκινα.
Γιατί εμένα μου βρέχει η τρικυμία το στόμα.
Το δικό μου σ’ αγαπώ είναι χτυπημένο μέχρι το κόκκαλο.
Το δικό μου σε θέλω σε πετάει συθέμελα στην καταιγίδα.
Γι’ αυτό θέλω να με διαβάζεις, να μπορείς να νιώθεις τι αισθάνομαι.
Σαν ένα ποίημα ευανάγνωστο, με ένα σώμα
δυσκολοκατάκτητο.
Σαν ένας λυγμός που περνάει απ’ το σώμα σου στο σώμα μου τρέμοντας.
Εγώ είμαι το ποίημα το ανεξερεύνητο, ανεξέλεγκτο σε συγκινήσεις.
Σαν μια πυρακτωμένη ρίμα με χυμούς από ηφαίστειο.
Σαν την συνουσία που φέρει την υπογραφή μου.
Γιατί εγώ ποθώ επικίνδυνα και το θέλω μου παίρνει φωτιά.
Και δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια.
Το μόνο που μπορώ είναι να εισχωρήσω πιο βαθιά, έτσι για να θυμάσαι το πάθος μου για σένα.
Ζητώ να ποθώ για να υπάρχω, ζητώ να υπάρχω για να ποθώ.
Στον δικό σου μόνο γκρεμό.
Θυμήθηκα την νύχτα εκείνη, που για να χορτάσω ήπια όλη την υγρή ψυχή σου.
Σε θέλω!