Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Τρεις λέξεις μονάχα, «σε αγαπάω ακούς;»
Αντηχούν στο δωμάτιο, «σε αγαπάω ακούς;»
Βάζει τα χέρια της στο κεφάλι της και κοιτάζει τριγύρω σαστισμένη. Προσπαθεί να κάνει τις φωνές να πάψουν μα αυτές δυναμώνουν κάθε λεπτό όλο και περισσότερο.
Πάψτε σας λέω, αφήστε με ήσυχη, δεν μπορώ άλλο, φωνάζει σε ένα άδειο, σχεδόν νεκρό, δωμάτιο.
«Σε αγαπάω, ακούς;»
Σηκώνεται, τώρα, επάνω, αρχίζει και φέρνει βόλτες στο δωμάτιο, πάνω κάτω, σχεδόν σε κατάσταση παραφροσύνης.
Θα τρελαθώ σας λέω, πάψτε πια, αφήστε με ήσυχη, μην με τυραννάτε. Οι φωνές δυνάμωναν, σε κάθε της αντίδραση γινόντουσαν πελώρια κύματα που έσκαγαν με δύναμη επάνω της και την έπνιγαν.
Κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο, έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι να σκεπάσει τις φωνές.
Φόρεσε το φουσκωτό μαύρο μπουφάν της, πάνω από τις λιλά πυτζάμες της, έβαλε τα αθλητικά της, άρπαξε όπως όπως τα κλειδιά της και βγήκε στον δρόμο. Τα χέρια της ήταν κολλημένα στα αυτιά της, να πάψουν τις εκκωφαντικές φωνές.
Μάταια.
Σε κάθε της βήμα αντηχούσαν στο κεφάλι της, χτυπούσαν στα τοιχώματα και επέστρεφαν στα αυτιά της.
«Σε αγαπάω, ακούς;»
Ακούω πανάθεμά σας, ακούω, πάψτε πια σας παρακαλώ!
Τα βήματά της γρήγορα και κοφτά, έτοιμα να την πάνε όσο πιο μακριά μπορούσε. Τα μάτια της φευγάτα, κοιτούσε γύρω της μα στην πραγματικότητα δεν έβλεπε τίποτα.
Ξάφνου τα πόδια της σταμάτησαν μπροστά σε μία πυλωτή.
Οι ήχοι σώπασαν, οι φωνές άρχισαν να χαμηλώνουν. Ήταν ψίθυροι τώρα, απαλοί ψίθυροι στα αυτιά της.
«Σε αγαπάω, ακούς;»
Ψιθύρισε κι εκείνη τώρα, σε αγαπάω, ακούς;
Χτύπησε διστακτικά ένα κουδούνι. Δεν είχε δει την ώρα, δεν ήξερε καν πως έφτασε εκεί, πόση ώρα περπατούσε.
Ακούστηκε από το θυροτηλέφωνο μία βαριά αντρική φωνή, αγουροξυπνημένη και εμφανώς ενοχλημένη.
– Ποιός;
– Εγώ, σε αγαπάω, ακούς;
– Έλα πάνω γαμώ την τρέλα σου, δεν μπορώ μακριά σου”.
Οι φωνές τώρα σώπασαν.