Αυτοί οι δυο μαζί, ως την φθορά του χρόνου
Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Την κοιτάζει στα κλεφτά να στέκεται μπροστά στον καθρέφτη. Την κοιτάζει να πλησιάζει το πρόσωπό της στο κρύο γυαλί και να κατσουφιάζει στη θέα των μικρών, πρώτων ρυτίδων δίπλα στα μάτια της.
Την κοιτάζει να ντύνεται και να αγανακτεί που η φούστα της κουμπώνει πιο δύσκολα από παλιά και να φοράει φαρδιές μπλούζες για να καλύψει τους γλουτούς της που κάπως έχουν στρογγυλέψει τελευταία. Την κοιτάζει στα κλεφτά και κρυφογελάει.
Τον κοιτάζει στα κλεφτά να στέκεται μπροστά στον καθρέφτη. Τον κοιτάζει να πλησιάζει το πρόσωπό του στο κρύο γυαλί και να κατσουφιάζει στη θέα των πρώτων, γκρίζων τριχών στους κροτάφους του.
Τον κοιτάζει να ντύνεται και να αγανακτεί που το πουκάμισό του είναι πιο εφαρμοστό πάνω του από παλιά και να το αφήνει έξω απ’ το τζιν του για να καλύψει την κοιλίτσα του, που κάπως έχει στρογγυλέψει τελευταία. Τον κοιτάζει στα κλεφτά και κρυφογελάει.
Τα βράδια ακουμπάει το κεφάλι της στο στήθος του και νανουρίζεται απ’ τους χτύπους της καρδιάς του. Τα βράδια την σκεπάζει να μη του κρυώσει και την σφίγγει επάνω του.
Καμιά φορά την κοιτάζει όταν δεν τον βλέπει και το βλέμμα του χαϊδεύει τα μάτια της, αυτά τα μάτια που ερωτεύτηκε πολύ και χαμογελάει κρυφά.
Καμιά φορά τον κοιτάζει όταν δεν την βλέπει και το βλέμμα της χαϊδεύει τα χείλη του, αυτά τα χείλη που ερωτεύτηκε βαθιά και χαμογελάει κρυφά.
Άλλαξαν κι οι δυο. Άλλαξαν, μα στα μάτια τους είναι πάντα ίδιοι, ίδιοι όπως τότε, ίδιοι όπως την πρώτη φορά που τα βλέμματά τους ενώθηκαν. Ίδιοι κι ας αγωνιούν καμιά φορά για τις αλλαγές που έφερε πάνω τους ο χρόνος, ένας χρόνος που όλοι φοβούνται καθώς κυλάει και καμιά φορά ξεχνάνε πως είναι δώρο, ένα δώρο που δεν είχαν όλοι την τύχη να τους χαριστεί.
Την κοιτάζει και της χαμογελάει. Τον κοιτάζει και του χαμογελάει. Αυτό το δώρο θα το ζήσουνε μαζί, μ’ όλες τις αλλαγές που θα τους φέρει. Στα μάτια τους είναι θα είναι πάντα ίδιοι.