Γράφει η Ιωάννα Ντρε
Ενώ ήξερα από την αρχή ότι μας χωρίζει μια μεγάλη απόσταση ήθελα να το τολμήσω. Να πάω κόντρα στη λογική και να λειτουργήσω πάλι με το συναίσθημα. Να ζήσω αυτό που λέγεται έρωτας.
Αυτό που όταν το παθαίνεις χάνεις το μυαλό σου, χτυπάει η καρδιά σου σα τρελή, αυτό που όλη μέρα έχεις αυτόν στο μυαλό σου και περιμένεις πως και πως να τον ακούσεις, να τον δεις.
Είναι αυτό που σου λείπει και στο φιλί του σου κόβεται η αναπνοή και λαχταράς να τον σφίξεις στην αγκαλιά σου και εκείνη τη στιγμή είναι που θες να σταματήσει ο χρόνος εκεί.
Κάπως έτσι αφήνεσαι και λιώνεις για κείνον χωρίς να το καταλάβεις.
Και κάπου εκεί μπορεί να την πατήσεις άσχημα κι εγώ τη πάτησα μαζί σου γιατί δε βρισκόσουν στην ίδια φάση με τη δική μου κι ας μου λεγες το αντίθετο. Αλλά δε πειράζει. Έτσι είναι ο έρωτας. Έχει κι αυτές τις πτυχές, που σε κάνουν να υποφέρεις και να απογοητεύεσαι.
Γιατί είναι άσχημο να σε φιλάει κάποιος χωρίς να του βγαίνει, είναι άσχημο να κάνεις έρωτα με έναν άνθρωπο χωρίς να νιώθει ερωτευμένος μαζί σου και παρόλο που μπορεί ο έρωτας να τυφλώνει κάποια στιγμή το διαισθάνεσαι πως κάτι δε πάει καλά.
Το διαισθάνεσαι και αφού έχεις δώσει ό,τι ήταν να δώσεις και πήρες κάτι ψίχουλα για να παρηγορήσε κάποια στιγμή ξεμένεις από αποθέματα και αδειάζεις μέσα σου. Στερεύεις και λες ότι αυτό που ζούσες το ζούσες μόνη και τότε δε χωράνε πια λόγια, ούτε εξηγήσεις θες.
Παρά μονάχα να φύγεις. Χωρίς να ξέρεις το πού. Χωρίς να έχεις πού να πας. Χωρίς να θέλεις να πας κάπου άλλου, γιατί τα πόδια σου δε θέλουν να ξεκολλήσουν από κοντά του, αλλά πρέπει να φύγεις να σωθείς.
Το τελικό στάδιο είναι πικρό αλλά ας γίνει πρωτού να είναι αργά.
Σου είχα πει πως δε θέλω του αντίο τα φιλιά αλλά άθελά σου μου τα έδωσες γιατί δεν ήξερες πως δε θα με ξαναδείς. Ίσως και να μη σε νοιάζει κιόλας. Δε νιώθουν άλλωστε όλοι το ίδιο. Δε θέλουν όλοι να ζήσουν τα ίδια πράγματα.
Ή ίσως να μη θέλεις να τα ζήσεις μαζί μου. Κατανοητό αλλά γιατί δε το είπες. Το άφησες μάλλον να εννοηθεί. Ένα γιατί όπως και να χει πάντα περιπλανιέται σε κάθε ημιτελής ιστορία.
Αλλά ας είναι. Δεν έχω πια πνοή για να μιλήσω, δεν έχω πια γεμάτη καρδιά για να παραμείνω, γι’ αυτό φεύγω και όχι γιατί το επέλεξα αλλά επειδή δεν έκανες τίποτα για να με κρατήσεις.