Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Κάποιες φορές αναλογίζομαι, αν όλα εκείνα που ένιωσα, όλα εκείνα που βίωσα άξιζαν. Αν εκείνα που τόσο πόνεσαν και καμιά φορά ακόμα πονάνε, άξιζαν τα δάκρυα και τις άγρυπνες νύχτες. Αν οι φίλοι που άκουγαν βράδια αξημέρωτα όλα εκείνα τα παράπονα και τον θυμό, άξιζε να πονάει το κεφάλι τους για σένα, για μας.
Καμιά φορά, σκέφτομαι πως κάθε τι που ζούμε αξίζει στην ζωή, πως όλα αποτελούν μαθήματα, πως βγαίνεις πιο δυνατός έπειτα από ένα χαστούκι, και είναι και άλλες φορές που θυμώνω με τον εαυτό μου για τα χρόνια που χαράμισα να σ’ αγαπώ, για τα δάκρυα που σπατάλησα για σένα, για όλες τις νύχτες που στροβιλιζόταν το μυαλό μου γύρω από σκέψεις.
Ίσως τελικά να μην είναι όλοι οι έρωτες το ίδιο. Ή ίσως ο δικός μας να μην ήταν σαν όλους τους έρωτες. Δεν μπορούν όλοι οι έρωτες να κολυμπήσουν στα βαθιά, δεν μπορούν όλοι οι έρωτες να αντέξουν τις τρικυμίες.
Και ίσως να ήμουν εντάξει με αυτό, αν δεν ήμουν η μόνη που πάλευε για αυτόν τον έρωτα, ή μήπως πάλευα αυτόν τον έρωτα;
Ούτε εγώ δεν ξέρω πολλές φορές. Κάποιες μέρες έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται πως αυτός ο έρωτας, ο δικός μας όπως ήθελα να τον αποκαλώ, προσπέρασε τα ρηχά και ανιαρά νερά και βούτηξε στα βαθιά, κρυστάλλινα, σε εκείνα που ταρακουνούν το μέσα σου, που ανατριχιάζουν την ψυχή σου.
Και άλλες μέρες, σαν η συννεφιά έφευγε από το μυαλό μου, συνειδητοποιούσα πως εκείνος ο έρωτας, ο υποτυπώδης όπως στην πραγματικότητα ήταν, δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από τούτα τα ρηχά, ανιαρά νερά. Δεν κατάφερε ποτέ να βουτήξει σε άγνωστα και βαθιά νερά.
Έμεινε για πάντα καρφωμένος εκεί, κοντά στην αμμουδιά, στην σιγουριά και στην ασφάλεια. Έμεινε πάντα στα μισά, στο μεταίχμιο πραγματικότητας και φαντασίας, σε εκείνη την φούσκα που προσπαθούσαμε με νύχια και με δόντια να διατηρήσουμε, να μην τρυπήσει.
Και είναι εκείνες οι μέρες, που έχω πλήρη διαύγεια, που το μυαλό μου ξεφεύγει από συναισθηματισμούς και ρομαντισμούς, που συνειδητοποιώ πως απλά ο δικός μας έρωτας δεν μπόρεσε να κάνει το βήμα και είμαι εντάξει με αυτό.
Βλέπεις, δεν μπορούν όλοι οι έρωτες να κολυμπήσουν στα βαθιά, δεν έχουν όλοι την δύναμη να αφεθούν να τους πάρει το ρέμα και να τους παρασύρει.
Το είχα παράπονο η αλήθεια είναι, πως τούτος ο έρωτας που εγώ έζησα δυνατά, δεν πήγε βήμα παραπέρα. Και έπειτα από χρόνια είδα την πραγματικότητα. Εγώ τον έζησα δυνατά, μόνη μου και ίσως αυτό να ήταν το πρόβλημα, το ότι δεν είχα συνοδοιπόρο.
Ποιος κολυμπάει άλλωστε στα βαθιά χωρίς κάποιον για παρέα;