Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Έμαθε να διαβάζει το βλέμμα της σιωπής, να μετρά τα σύννεφα και να περνά το δρόμο μονάχος. Πού να πηγαίνει;
Μέρα φθινοπωρινή, σιωπηλή. Αρώματα σκουριασμένου σιδήρου και φρέσκου ψωμιού στο δρόμο. Κανείς δεν κινείται. Μαγαζιά μπογιατισμένα με λουκέτα μπροστά τους. Παγκάκια σκορπισμένα στην πλατεία περιμένουν πεζούς να σταθούν.
Ρίχνει μια ματιά στο ρολόι. Ώρα 7.30. Κάποια φώτα σβήνουν στην απέναντι πολυκατοικία. Ξημέρωσε!
Πού να σταθεί; Ο τόπος δεν είναι για κείνον, δε φτιάχτηκε για εδώ. Λυπάται που δεν ανήκει εδώ. Λυπάται που δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Πόσα όνειρα φύσηξε σε τούτες τις πλατείες, σε τούτα τα μαγαζιά;
«Μεγάλωσα για εδώ», σκέφτηκε. Μάχες έδωσε χιλιάδες, με το φαγωμένο σπαθί που έχει στη θήκη. Στάθηκε μπρος χωρίς δισταγμό. Πέρασε και σοκάκια και λεωφόρους. Το σπαθί σκούριασε, λύγισε στα σημάδια του χρόνου.
Οι μπόρες που έρχονται δεν έχουν το ίδιο χρώμα, την ίδια οσμή, την ίδια γεύση. Δεν τις έχει ξαναδεί. Δεν ξέρει να τις πολεμήσει. «Ένας πολεμιστής πρέπει να μάθει καλά τον εχθρό πριν βγει στη μάχη».
Το φθινόπωρο ήταν η εποχή που φορούσε ήδη την πανοπλία του. Έκανε περιπολίες στην περιοχή του και δάμαζε τις αντοχές του. Τώρα τι κάνει; Η πανοπλία μικρή. Εκείνος μεγάλος.
Το όνειρο ακόμη παραμένει. Αρχίζει και ψιθυρίζει, μιμείται φωνές, θέλει να βγει! Το κλείδωσε πριν κάμποσο καιρό σε ένα μπαούλο μιας μακάβριας εποχής. Δε μπορούσε να το έχει στη ζώνη, ήταν βαρύ και γι’ αυτόν και για τους άλλους.
Είχε σωπάσει. Τώρα όμως, αρχίζει και πάλι. Θέλει τα ταξίδια τα παλιά, πλάι στο ποτάμι και στην λίμνη. Του άρεσαν οι παρέες τα βράδια με τις πέστροφες και τις κουκουβάγιες. Έτσι μεγάλωσε. Έτσι έγινε «Εκείνος».
Πώς να σταματήσει τους ψιθύρους; Τι να κάνει για να σωπάσουν; Δίνει πάλι μια μάχη. Δεν το ξέρει. Νομίζει πως όλα έχουν τελειώσει. Εκείνη όμως θ’ ανεμίσει το κόκκινο πέπλο και θ’ αρχίσει όπως παλιά. Πρέπει ν’ αρχίσει. Ένας πολεμιστής είναι γεννημένος πολεμιστής, δεν αλλάζει.