Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Με είχες αγκαλιά ένα βράδυ και με χάιδευες, είχα τα μάτια μου κλειστά και σκεφτόμουν πόσο μόνος μπορείς να νιώσεις σε ετούτο τον κόσμο. Σκεφτόμουν πόσο διαφορετικά βλέπεις τα πράγματα όταν δεν έχεις ένα ζευγάρι χέρια να σε πάρει αγκαλιά το βράδυ, να κουρνιάσεις στο στήθος κάποιου άλλου ανθρώπου και να αποκοιμηθείς ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς του.
Καθένας έχει τη δική του ιστορία, την δική του αλήθεια. Άλλη εγώ, άλλη εσύ και καμιά φορά, από εκείνες τις σπάνιες φορές που οι γραμμές στις ζωές των ανθρώπων με κάποιον τρόπο τέμνονται, ίσως αυτές οι αλήθειες καταφέρουν να ενώσουν. Να δημιουργήσουν μία τελείως διαφορετική ιστορία, μία άλλη πραγματικότητα, μία καινούργια αλήθεια.
Τα δάχτυλά σου περνούσαν απαλά πάνω από το μπράτσο μου και εγώ με κλειστά τα μάτια χαμογελούσα και σκεφτόμουν πως εσύ άλλαξες την δική μου αλήθεια, την δική μου πραγματικότητα. Έκαμψες και άμβλυνες τις γωνίες μέσα μου. Εκείνες τις γωνίες που άλλοι, πριν από εσένα είχαν δημιουργήσει. Εκείνες τις γωνίες που είχαν γίνει η πραγματικότητα μου, η αλήθεια μου, εγώ η ίδια. Ήρθες και ένωσες την δική σου μοναξιά με την δική μου και από τότε ξέρω πως σε μία μαύρη μέρα έχω δύο χέρια να κουρνιάσω. Από τότε ξέρω πως η δική μου αγκαλιά θα είναι πάντα γεμάτη και πως πάνω στο στήθος μου θα κουρνιάζει ένα μυαλό όποτε είναι κουρασμένο από την ζωή που μπαίνει σφήνα και διαταράσσει τούτο το παραμύθι.
Παραμυθάκι σου με φωνάζεις και θέλω να ξέρεις πως και εσύ είσαι το δικό μου παραμύθι. Δεν πίστευα σε πρίγκιπες πριν σε γνωρίσω, γελούσα και φώναζα πως έχω μεγαλώσει πια για να πιστεύω σε παιδικές ιστοριούλες. Και μπορεί να μην ήρθες πάνω σε ένα λευκό άλογο με όμορφη χαίτη, μα όταν μου έπιασες το χέρι και περπατήσαμε μαζί σε εκείνη την αμμουδιά ήξερα πως όσα τόσο έντονα απαρνιόμουν μόλις ξεκινούσαν.
Γύρισες ξαφνικά κάποια στιγμή, σαν να διάβασες τις σκέψεις μου και με κοίταξες, μου χαμογέλασες και με φίλησες στο κούτελο. ” Τι σκέφτεσαι” με ρώτησες και εγώ εκεί κάπου κόλλησα. Τι να σου εξηγούσα και τι να καταλάβαινες; Υπαρξιακά τα ζητήματα που με ταλανίζουν. Πόση μοναξιά μωρό μου χωράει στον κόσμο; Πόσα άδεια κορμιά περιπλανιούνται άσκοπα ανάμεσα σε άλλα άδεια κορμιά; Και σκέφτομαι πόσο καλύτερα θα ήμασταν όλοι αν ετούτα τα άδεια κορμιά, εκείνες οι άδειες ματιές διασταυρώνονταν για μια φορά με τις υπόλοιπες γύρω τους.
Πόσες αλήθειες θα άλλαζαν;
Σε κοιτάζω, σου χαμογελάω γλυκά και σου απαντάω ένα απλό τίποτα. Τίποτα δεν σκέφτομαι. Είσαι η αλήθεια μου, είσαι το παραμύθι μου, είσαι το στήθος που κουρνιάζω εκείνες τις μαύρες μέρες που χάνεται για λίγο η αίσθηση του μαγείας, της μη πραγματικότητας. Και εκείνη την στιγμή, που το κεφάλι μου ακουμπάει στο στήθος σου το παραμύθι ξεκινάει από την αρχή και οι μαύρες σκέψεις εξαφανίζονται. Εκείνη την στιγμή η δική μου αλήθεια μπλέκεται με την δική σου και δημιουργούν μία ολότελα δική τους υπόσταση.