Η συγγνώμη σου δεκτή, το παρακάτω μου όμως δε σε χωράει.
Γράφει η Φλώρα Σπανού.
Τα χέρια σου αγγίζουν απαλά το κορμί μου, προσπαθώντας να το εξερευνήσουν αργά και διστακτικά, σαν να φοβούνται κάτι..
Τα χείλη σου προσπαθούν να γλυκάνουν τα δικά μου, σφραγίζοντας τα προτού προλάβουν να ξεστομίσουν εκείνα που φοβάσαι να ακούσεις.
Η αγκαλιά σου, εκείνο το άλλοτε ασφαλές και απάνεμο λιμάνι, δεν μου έχει αφήσει πλέον κανένα σημείο για να αγκυροβολήσω την καρδιά μου.
Πώς να δεχτώ τα χάδια σου, πώς να γευτώ τα φιλιά σου, πώς να αράξω την καρδιά μου ξανά εκεί όπου άλλη είχε ακουμπήσει τα απαλά της μαλλιά;
Πώς να κλάψω ξανά σε αυτό τον ώμο; Πώς να αισθανθώ ξανά εκείνη τη ζεστασιά που αγκάλιαζε το κορμί μου τα προηγούμενα χειμωνιάτικα βράδια;
Πώς να εμπιστευτώ ξανά ετούτα τα μάτια που μου ζητάνε απεγνωσμένα να τα συγχωρέσω;
Μετάνιωσες λες, ήταν μια παρόρμηση τη στιγμής, κάτι που δεν ήταν προμελετημένο.
Μα αλήθεια, τι περιμένεις να σου απαντήσω;
Μόνος σου ήρθες και μου είπες για ετούτη την προδοσία που μου έσκισε τα σωθικά και με έκανε από χθες το βράδυ να περπατάω επάνω σε πυρακτωμένα σίδερα. Βροχή πουθενά για να σβήσει τη φωτιά, μονάχα τον άνεμο ακούω που λυσσομανά μες της ψυχής μου τη μοναξιά.
Πώς να πετάξω από πάνω μου όλη αυτή την αδικία; Πώς να ξεφορτωθώ ετούτο τον πόνο που ολοένα και δυναμώνει; Πώς να νιώσω ξανά ασφαλής σε ετούτα τα χέρια που μου προτείνεις; Πώς να ξεχάσω την προδοσία σου;
Όλα τα γκρέμισες, τα πήρες και τα σήκωσες με μια μοναχά σου πρόταση.
«Χθες το βράδυ κοιμήθηκα με τη Φανή..»
Μόλις άνοιξες την πόρτα το διαισθάνθηκα ότι ένας κακός άνεμος σε τριγυρνούσε, το βλέμμα σου ήταν διαφορετικό, καμία σχέση με εκείνο το βλέμμα που άλλοτε με κοιτούσε και έλαμπε από χαρά. Κέρωσα στη θέση μου, η διαίσθηση μου έλεγε πως κάτι κακό προμηνυόταν να βγει από τα χείλη σου. Δεν κόμπιασες καθόλου και αυτό σου το αναγνωρίζω, δεν φοβήθηκες να μου πεις την αλήθεια. Δεν ξέρω αν ήθελα να την ακούσω, αναρωτήθηκα αν ήταν καλύτερα να μην την μάθαινα ποτέ. Ίσως για αυτό να μην σε έδιωξα, ίσως για αυτό να κάθισα να σε ακούσω. Ίσως, επειδή ήξερα κι εγώ ότι είχα κάνει λάθη, ίσως επειδή ήξερα πως αν έφευγες από αυτή την πόρτα όλα πλέον θα ήταν διαφορετικά. Όλο το βράδυ με κρατούσες αγκαλιά, μα εγώ δεν μπορούσα να βγάλω ούτε μία λέξη από τα χείλη μου, μα το περίεργο ξέρεις ποιο είναι πως ούτε ένα δάκρυ δεν έτρεξε από τα μάτια μου.
Κενά μάτια, βλέμμα απλανές, που δεν άφηνε να φανεί η θύελλα που μαινόταν πίσω από αυτά.
Πολλές φορές μέσα στη νύχτα σκέφτηκα να σε συγχωρήσω, πολλές φορές, μα σαν έκαναν τα χέρια σου να με ταξιδέψουν για ακόμη μία φορά σε τόπους παραμυθένιους η μυρωδιά εκείνης σε πρόδωσε. Ναι, το άρωμα της πλανιόταν ακόμη επάνω στο σώμα σου. Πώς θα μπορούσα να το παραβλέψω; Πώς θα μπορούσα να κάνω πως δεν υπήρχε; Μια ζωή αδύναμη και εξαρτώμενη από τους άλλους ήμουνα, μια ζωή φοβόμουνα τη μοναξιά. Όμως, να που έφτασε η στιγμή να την αντικρύσω, να που το καράβι που είχα αγκυροβολήσει τα όνειρα μου βούλιαξε και τα πήρε μαζί του στον πάτο της θάλασσας. Πρέπει να κολυμπήσω, να κολυμπήσω για να σωθώ, πρέπει να κάνω καινούργια όνειρα, να πιάσω νέα στεριά.
Και να που εκείνη η λέξη που αρνιόταν πεισματικά να βγει από τα χείλη μου, ξεχύνεται τελικά σαν χείμαρρος ορμητικός!
«Φύγε! Φύγε και κλείσε καλά την πόρτα πίσω σου, δεν θέλω να υπάρξει καμία τρύπα ανοιχτή από όπου θα μπορέσεις να ξαναμπείς. Φύγε. Τελειώσαμε οριστικά!»
Κάτι πρέπει να πήγες να ξεστομίσεις μα το βλέμμα μου δεν σου άφησε και πολλά περιθώρια, κοντοστάθηκες για λίγο μα σαν είδες πως δεν άλλαζα γνώμη πήρες το σακάκι σου και έφυγες τελικά.
Έφυγες… Ήξερα πως θα έκανες κι άλλη προσπάθεια για να τα ξαναβρούμε, ήξερα πως δεν θα τα παρατούσες τόσο εύκολα. Μα αυτό που εσύ δεν ήξερες ήταν πως πλέον ήμουν διαφορετική. Μέσα σε μια μοναχά νύχτα άλλαξαν τα πάντα.
Περπάτησα λίγο μέσα στο άδειο δωμάτιο, κάθισα στον καναπέ και τα δάκρυα ξεχύθηκαν αβίαστα από τα μάτια μου. Πέρασαν ώρες έτσι… Ίσως και μέρες, να κάθομαι μόνη μέσα στο κρύο δωμάτιο, σκέψεις πολλές έκοβαν βόλτες μες το μυαλό μου, αναμνήσεις θολές.. Ξάφνου μου ήρθε μια μυρωδιά μουχλιασμένου τυριού και σαν να με ξύπνησε προκλητικά από τον λήθαργο στον οποίο είχα πέσει. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο στρωμένο ακόμη τραπέζι και στα ξινισμένα φαγητά.
Όχι, δεν θα άφηνα και τη ζωή μου να μπαγιατέψει! Σηκώθηκα, πήγα στο παράθυρο και άνοιξα την κουρτίνα. Το φως του ήλιου που μπήκε βίαια μες το δωμάτιο έκανε την καρδιά μου να ξαλαφρώσει κι ένα απροσδιόριστο χαμόγελο, δειλά, έκανε την εμφάνιση του. Όλα είχαν πια ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου. Ήταν πια καιρός να αντικρύσω τον κόσμο μέσα από μία άλλη οπτική γωνία.
LoveLetters