Εμείς μόνοι, μέσα σε τόσο κόσμο..
Ένα τραπέζι φιλικό, μεγάλη παρέα. Ήρθες και κάθισες δίπλα μου. Τρώμε, πίνουμε, μιλάμε, γελάμε.. Γελάμε πολύ, αστεία, βλακείες, λογοπαίγνια..
Καθώς χαλαρώνουμε ξεκαρδισμένοι, ο ώμος σου ακουμπάει στον δικό μου. “Είμαι εδώ”, νιώθω να μου λες. “Κι εγώ”, σου απαντάω νοερά.
“Δεν έφυγα ποτέ”, συνεχίζεις. “Δεν θα μπορούσα να φύγω”, αποκρίνομαι.
Μια παρέα, ένα κύμα κεφιού και νοσταλγίας.
Ένα ζευγάρι ανάμεσά τους, εμείς.
Σαν ένα, ολόκληρο και πλήρες.
Το χέρι σου ψάχνει το δικό μου. Το αρπάζει τρυφερά και το σφίγγει, σαν να είναι εκείνο, το πρώτο μας άγγιγμα.
Το πόδι σου μπλέκεται με το δικό μου και κάνουν συντροφιά, εκεί, ανάμεσα σε τόσο κόσμο.
Σαν να λείπει ο κόσμος, σαν να είναι μια οθόνη που προβάλλει εικόνες μιας παρέας ανθρώπων..
Κι εμείς, οι δυο μας, απλά παρακολουθούμε διασκεδάζοντας. Γιατί είμαστε μόνοι, εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ, κι όλα τα υπόλοιπα λεπτομέρειες και φόντο.
“Στην υγειά σου” σου λέω και σου προτείνω το ποτήρι μου. “Στην υγειά ΜΑΣ” μου απαντάς και πίνεις όλο το ποτό σου σε μια γουλιά.
Τα μάτια σου λάμπουν, από πόθο και ευτυχία. Μου φωνάζουν σ’ αγαπώ σε κάθε ανοιγόκλεισμά τους..
Σε παρατηρώ. Είσαι όμορφος. Όμορφος κι ευγενικός. Είσαι όπως θέλω. Όπως γουστάρω.
Κατρακυλάω τη ματιά μου πάνω σου, από το πρόσωπο στο σώμα σου και σε θαυμάζω.
Ξέρω πως το ίδιο κάνεις κι εσύ όταν δεν σε βλέπω.
Μιλάς κι ακούω τη φωνή σου, βελούδινη και σίγουρη. Μιλάς λίγο και διψάω για περισσότερο. Να σ’ ακούω. Να κλείνω τα μάτια και να συνταιριάζω τη φωνή με την εικόνα σου.
Φεύγουμε. Πάμε στο σπίτι μας, να πούμε τα σ’ αγαπώ μας φωναχτά μαζί με τα ονόματά μας, να μιλήσουμε με τα φιλιά μας, να αποτελειώσουμε αυτό που αρχίσαμε.