Που είσαι βρε μωρό μου να μυρίσει λίγο Παραδεισος;
Γράφει ο Άγγελος Μοναχικός
Κλείνω τα μάτια μου για λίγο, όταν τα ανοίγω έχουν περάσει μερες, ίσως και μήνες δεν ξέρω.
Αυτό το δωμάτιο δεν μου είναι καθόλου φιλικό, γύρω από τα ανοιχτά παράθυρα νιώθω σίδερα να υψώνονται εμπρός τους, μια καρέκλα τιμωρίας σαν εκείνες τις ηλεκτρικές που κάθεσαι και ζωντανή δεν θα σηκωθείς απο εκεί. Κι ένα γραφείο προσεγμένο με σκόρπιες σελίδες που το σκεπάζουν ατημέλητα.
Ένα κρεβάτι όμορφα στρωμένο, παγίδα που σαν ξαπλώσεις επάνω του μονομιάς θα καταπιεί τα όνειρά σου και θα ξυπνήσεις στεγνή την υποθετικά επόμενη ημέρα.
Πονάει όλη μου η ψυχή στην σκέψη του ζω.
Δέκα σκαλιά κατεβαίνω κι αντικρίζω τον Κέρβερο, μα τόση ζεστή εκεί κάτω κι ένα χαζοκούτι στην πλύση κάνει θαύματα.
Αποβλακωμένοι ρόλοι όταν κάποτε είμασταν, τώρα που μας τελείωσαν τα χρυσοκέντητα χρόνια σκοτώνουμε οικείους να κερδοφορίσουν τα μέσα τους.
Σαπίλα.
Λίγο αέρα ν’ ανασάνω, κι ένα χαμόγελο το μοναδικό της επαφής, μου κουνάει την ουρά της μα τα μάτια της τρέχουν.
Θέλει να μοιραστούμε, να τρέξουμε και να πλημμυρίσουμε χαδάκια και φιλάκια, μα το αλυσοδεμένο μου κορμί δεν μου το επιτρέπει.
Κλείνω την πόρτα πίσω μου για να επιστρέψω στο κελί μου, γαυγίσματα που ικετεύουν μα μένω στο θόρυβο της γαμημένης αλυσίδας, τόσο ενοχλητική, κι οι πόρτες του Άδη ανοιχτές.
Που είσαι βρε μωρό μου να μυρίσει λίγο Παραδεισος;
Όπως λέει μια φίλη μου, χειρουργείο πάνω από τα ρούχα μου κάνουν κάθε μέρα κι εγώ δεν ματώνω.
Πεθαίνω να σ’ ανταμώσω…