Γράφει η Αλεξάνδρα Φαρμάκη
Σήμερα ξύπνησα και δεν ήσουν η πρώτη σκέψη μου.
Ετοιμάστηκα, βάφτηκα, έκανα καφέ, κι ακόμα δεν ήρθες στη σκέψη μου.
Έβγαλα το σκύλο βόλτα, έφυγα για δουλειά, άλλαξα 2-3 σταθμούς στο ραδιόφωνο μέχρι να πετύχω εκείνον τον ραδιοφωνικό παραγωγό που μιλάει λιγότερο (Μηλιόγλου πάλι έσκισες..) και δεν σε θυμήθηκα.
Άκουσα τραγούδια που είτε τα έβαζα στη διαπασών είτε τα έκλεινα αμέσως γιατί είχαν κάτι από εσένα, και δεν έκανα τίποτα από τα δυο.
Η μέρα στο γραφείο κύλησε όπως κυλάνε οι Τετάρτες κι ας ήταν Δευτέρα..
Γέλασα, θύμωσα, βαρέθηκα, χάζεψα, δούλεψα (αφεντικό αν διαβάζεις, το 8ωρο βγήκε τίμια) και δεν γύρισες στιγμή στο μυαλό μου.
Η αλήθεια είναι πως μέχρι να με ρωτήσει η κολλητή στη δουλειά αν είχαμε κάνα νέο σου, δεν είχες υπάρξει ούτε στη μνήμη μου, ούτε στο συνειδητό, ούτε στο ασυνείδητό, ούτε πουθενά από εκεί που τόσο καιρό κρυβόσουν κι έσκαγες μύτη στην πρώτη ανέμελη στιγμή ξενοιασιάς.
Η αλήθεια είναι πως η απάντηση στην ερώτησή της μου βγήκε αβίαστα “ούτε καν..” και δεν είχα πια ανάγκη να σε χαρακτηρίσω.
Δεν ήσουν πια “συγχωρεμένος”, δεν ήσουν “ξεχασμένος”, δεν ακολούθησε άλλη λέξη, δεν ακολούθησε καμία ειρωνεία. Δεν ήσουν πια καν.. ο γνωστός και δεδομένος μαλάκας.
Δεν υπήρχε πια η ανάγκη να σε υποτιμήσω, να πληγώσω την απουσία σου, να στιγματίσω τις λέξεις για να τονίσουν το ποιος δεν είσαι πια.
Δεν υπήρχες…
Και τα χρώματα επανήλθαν στη ζωή, τα αρώματα ήταν ξανά δικά μου, οι στιγμές μου άνηκαν στο ολόκληρό τους και τα τραγούδια ήταν ξανά ολόδικά μου!
Και ξέρεις κάτι; Δεν το κατάφερες εσύ αυτό το “ούτε καν…”.
Εγώ το κατάφερα. Εγώ σε ξερίζωσα κι εσένα και την τοξικότητά σου. Εγώ κατάφερα να σε κάνω μια ανάμνηση από εκείνες που υπάρχουν αλλά δεν έχεις κανένα λόγο να τις επαναφέρεις στη ζωή σου.. Σαν εκείνες τις μπάμιες με κοτόπουλο που κάποτε σε μια στιγμή αυτοθυσία δοκίμασες κι έφαγες, αλλά οκ.. πάει πέρασε! Για πόσο μπορείς να θυσιάζεσαι σ’αυτή τη ζωή;