Γράφει ο Κωνσταντίνος Καρύδης
Ξέρεις όσο παράταιρες κι αν είναι οι καταιγίδες του Αυγούστου είναι και πολύ συνηθισμένες.
Πρώτα ένας κεραυνός, μετά ένας κρότος και λίγο μετά, απολαμβάνεις χωρίς ομπρέλα, την καταιγίδα.
Βρέχεσαι μέχρι το κόκκαλο, αλλά δεν προσπαθείς να προστατευτείς.
Δεν κρυώνεις όπως το χειμώνα, δεν φοράς πολλά ρούχα, δεν σε νοιάζει να μοιάζεις με τον τρελό που χορεύει στη βροχή.
Μέχρι την επόμενη μέρα, που ανακαλύπτεις πως και οι Αυγουστιάτικες καταιγίδες, έχουν τις συνέπειές τους.
Κάπως έτσι σκάνε και τα Αυγουστιάτικα μηνύματα, όσως ξέμειναν στο κλεινόν άστυ, και μαζί ξέμειναν από παρέες ή καβάτζες.
“Τι κάνεις;”, “Μου έλειψες”, “Σε σκεφτόμουνα”, “Να τα πούμε..”
Όχι, δεν τον/την νοιάζει τι κάνεις.
Αλλά δεν είχε κανέναν άλλο να ρωτήσει.
Όχι, δεν του/της έλειψες.
Ξέμεινε από επιλογές και ανθρώπους – καβάντζες. Αν είχες λείψει, θα το ήξερες.
Θα το ήξερες σε μέρες ανύποπτες γεμάτες δουλειά, κόσμο, υποχρεώσεις. Αν έλειπες, θα το ένιωθες καταμεσήμερο, εκεί που μένουν 5 λεπτά διάλειμμα και “σπαταλάς” τα 4 για να στείλεις ένα μήνυμα.
Μην ψαρώνετε με αυτές τις εμφανίσεις του Αυγούστου που μοιάζουν με τις καταιγίδες.
Φαίνονται αθώες, δείχνουν ανύποπτες, μόνο που την επόμενη μέρα, άντε την μεθεπόμενη, αρχίζεις και μαζεύεις τις συνέπειες.
Όποιος θέλει να ξέρει τι κάνεις, το θέλει κάθε μέρα.
Όποιος σε σκέφτεται, σε σκέφτεται κάθε στιγμή.
Κι από όποιον έλειψες, θα σε είχε αναζητήσει ήδη.
Η ζωή είναι πολύ μικρή για να την σπαταλάς σε ανούσιες επιστροφές – καταστροφές.