Γράφει η Ιωάννα Παυλίδου
Πολλοί σε γνωρίζουν. Θα σου χαμογελάσουν στο δρόμο, θα σε ρωτήσουν από συνήθεια «Όλα καλά;», θα προσπεράσουν πριν καν προλάβεις να απαντήσεις. Είναι οι άνθρωποι των επιφανειών — εκείνοι που ξέρουν το όνομά σου, αλλά όχι την ψυχή σου. Αυτοί που αν σε δουν να πνίγεσαι, θα σου στείλουν ένα emoji αντί για χέρι.
Κάποιοι άλλοι σε καταλαβαίνουν λίγο παραπάνω. Θα πιείτε έναν καφέ, θα σου πουν «αν χρειαστείς κάτι, είμαι εδώ», και μετά θα χαθούν μέσα στη ρουτίνα τους. Όχι από κακία — απλώς δεν έχουν χώρο. Δεν αντέχουν να χωρέσουν τα βάρη των άλλων, γιατί δεν έχουν ισορροπήσει ούτε τα δικά τους.
Κι ύστερα είναι οι ελάχιστοι. Αυτοί που δεν χρειάζεται να τους ζητήσεις τίποτα. Ξέρουν πότε πονάς, πότε θες σιωπή, πότε έχεις ανάγκη ένα άγγιγμα ή μια κουβέντα. Δεν τους νοιάζει η εικόνα σου, δεν τους ενδιαφέρει πόσο δυνατός δείχνεις. Αυτοί βλέπουν μέσα σου, όχι γύρω σου. Είναι εκεί όταν όλοι οι άλλοι εξαφανίζονται.
Οι πραγματικοί άνθρωποι δεν φωνάζουν, δεν υπόσχονται, δεν παίζουν ρόλους. Δεν χρειάζεται να τους ψάξεις. Τους νιώθεις. Από τη ματιά, από τον τρόπο που σου κρατούν τον ώμο λίγο παραπάνω, από τη σιωπή που δεν είναι άβολη. Αυτοί είναι που αξίζουν να τους κρατάς σφιχτά.
Γιατί στο τέλος, αυτό που μετρά δεν είναι πόσοι πέρασαν από τη ζωή σου, αλλά ποιοι έμειναν όταν όλα διαλύθηκαν. Ποιοι στάθηκαν όταν δεν είχες τίποτα να τους δώσεις πίσω. Ποιοι ήρθαν χωρίς να τους φωνάξεις.
Οι υπόλοιποι; Απλώς γνωστοί.
Αυτοί οι λίγοι όμως, είναι το αληθινό σου σπίτι.