Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Αφού δεν με θέλεις, τι δεν το λες και με ταλαιπωρείς;
Πόσο απλό είναι να το πεις, όταν δεν το νοιώθεις.
Αλλά σ’ αρέσει να οσμίζεσαι τον πόθο του άλλου και δεν μιλάς.
Μούγκα στην στρούγκα.
Κι εσύ ηλίθια πόσες φορές πρέπει να φας πόρτα για να φύγεις;
Να φύγεις, να πάρεις τα κλειδιά, να κλειδώσεις και να τα πετάξεις στον πάτο της θάλασσας.
Και να μην ξανά γυρίσεις ποτέ.
Γιατί ή δεν εκτίμησαν τα δικά σου θέλω ή δεν έχουν θέλω δικά τους ή είναι αχάριστοι.
Αχάριστοι, γιατί δεν κατάλαβαν την αγάπη σου ή την εκμεταλλεύτηκαν.
Κι αν σε ρωτήσουν για εμένα να τους πεις ότι ήμουν ένα κωλόπαιδο που κρατούσε για λίγο το χαμόγελό σου ζωντανό.
Κι επειδή είμαι κι εγώ αλάνι, τον κόβω τον βήχα όταν πρέπει.
Μην τα ψάχνεις πολύ τα πράγματα.
Όσοι γουστάρουν έρχονται κοντά.
Βρίσκουν τον τρόπο, τον χρόνο, τον χώρο.
Όλα τα άλλα είναι απλά δικαιολογίες.
Οι άνθρωποι γενικώς δεν θα έπρεπε να μας απογοητεύουν.
Είναι αυτοί που είναι, απλά εμείς τους κοιτάζουμε με άλλα μάτια και απογοητευόμαστε.
Βλέπεις έχουμε το κακό χούι να τους υπερεκτιμούμε.
Εγώ είμαι αυτή που είμαι.
Λυπάμαι που το πολύ μου δεν φάνηκε.
Λυπάμαι που η καρδιά μου έχει άλλο χτύπο.
Λυπάμαι που η ψυχή μου μετράει αλλιώς τις λέξεις, τα αισθήματα, τις πράξεις.
Γιατί ότι με αγγίζει διαπερνά το βλέμμα μου και φτάνει στο μεδούλι της ψυχής μου.
Λυπάμαι που δεν μπόρεσες να το δεις!