Γράφει ο Nickolas M.
Πέντε χρόνια λοιπόν, από εκείνη τη βραδιά που δεν τελείωσε ποτέ. Από εκείνον τον αποχαιρετισμό που ξεκίνησε στο αυτοκίνητό μου και τελείωσε στο δωμάτιό σου.
Από εκείνη τη στιγμή που αφήσαμε πίσω τις αναστολές και αφεθήκαμε στην τρέλα μας. Που αφήσαμε τη λάβα που μας έτρωγε να ξεχυθεί ελεύθερα και να μας παρασύρει στην ασυγκράτητη πορεία της.
Και πόσα ακολούθησαν. Άπειρες στιγμές λατρείας, πάθους, θυμού, έντασης. Κλάμα και γέλιο. Αγάπη και μίσος. Έγινε ο ένας κομμάτι του άλλου. Μέρος της καθημερινότητάς του. Ήξερες τα πάντα. Μοιραζόμασταν τα πάντα.
Μια ολόκληρη κοινή ζωή, παράλληλα με τις ήδη υπάρχουσες. Μυστικά που δεν συζήτησα ποτέ με άλλους. Τραύματα και εμπειρίες που κρατούσες κρυφά για χρόνια από όλους. Γίναμε επιτέλους αυτό που πραγματικά θέλαμε. Μόνο για όσο ήμασταν μαζί.
Μετά κανονικά όπως μας ήξεραν, στις «κανονικές» ζωές μας. Στην «κανονική» δουλειά, στην «κανονική» οικογένεια, στις «κανονικές» συμπεριφορές.
Ένα «μαζί» και ένα «χώρια» που το ένα συμπλήρωνε το άλλο. Μας έπνιγαν και μας απελευθέρωναν το ίδιο. Μας όριζαν και μας καταργούσαν συγχρόνως. Δεν φανταζόμασταν το «χώρια», δεν αντέχαμε το «μαζί».
Θέλαμε άλλα πράγματα ίσως. Εγώ εσένα, εσύ το «σύστημα». Το «πακέτο». Μου έλεγες ότι δεν μπορείς να μοιράσεις τον εαυτό σου σε κομμάτια από τα οποία εγώ θα διαλέγω αυτά που θέλω. Κι εγώ σου έλεγα ότι θέλω τον άνθρωπο από μόνο του, χωρίς τους «άλλους» που σε καθορίζουν, χωρίς τα τεχνητά βαρίδια, χωρίς τα φυτευτά «πρέπει».
Δεν μπορέσαμε. Ίσως δεν αντέξαμε. Από την άλλη, ίσως και να μην θέλαμε τελικά. Ή δεν θέλαμε αρκετά. Χρειάζεται και θέληση να βγεις από την «βολική» λάσπη που έχεις κολλήσει, τα βολικά «πρέπει» που τα έχεις φέρει (και σε έχουν φέρει) στα μέτρα σου (μέτρα τους), τα ρετουσαρισμένα «θέλω» και την «ρεαλιστική» πραγματικότητα.
Ίσως και να το μεγαλοποιήσαμε όλο αυτό. Μπορεί απλά να χρειαζόμασταν ένα διάλλειμα. Μόνο που κράτησε λίγο παραπάνω από ότι περιμέναμε..
Εν τέλει, ξέρεις, σε αυτή τη ζωή δεν είναι και όλα για όλους. Ίσως ήταν πολύ καλό για να το αξίζουμε. Για σένα ίσως να ήταν και λίγο. Ή να ήμουν εγώ ο λίγος. Δεν ξέρω και ίσως δεν θα μάθω και ποτέ. Αλλά δεν έχει και νόημα πια.
Πέρασαν ήδη πέντε χρόνια. Τόσοι άνθρωποι έφυγαν στο μεταξύ από τη ζωή μου (και από τη ζωή…), θα αντέξω κι έναν ακόμα.
Πέντε χρόνια λοιπόν. Τρία μαζί και δύο χώρια…